Ψυχωφελῆ

Περί τοῦ Πνευματικού Νόμου

ὑπό Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Νάσσου

 

Τό παρόν κείμενο ἐντάσσεται μαζί μέ ἄλλα ὁμοειδή σέ μία (ἀνέκδοτη ἐπί τοῦ παρόντος) μελέτη μας, σχετικά μέ τήν παιδαγωγική ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ στήν Ἱστορία, πρός ἐξάλειψη τῆς ἁμαρτίας, τῆς γενεσιουργοῦ αἰτίας τῶν κακῶν. Καί εἶναι γεγονός, σύμφωνα μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὅτι «οὐδέν κακόν, ἁμαρτία μόνον»1 .

 

Στήν ἐν λόγῳ μελέτη γίνεται ἀναφορά στήν προπτωτική, ὑγιῆ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, στήν μετά τήν πτώση ἐπελθοῦσα φθορά καί θνητότητα τῆς φύσεως, στόν πνευματικό νόμο πού λειτουργεῖ θεραπευτικά καί σωτηριολογικά, στήν ἀγαπητική παρέμβαση τοῦ Θεοῦ πρός ἐπαναφορά τῶν κτιστῶν – τρεπτῶν λογικῶν ὄντων στήν ὀντολογική τους βάση (θεοεΐδεια) καί στά εὐεργετικά ἀποτελέσματα τῆς μετανοίας, ὡς ἀναιρέσεως τῆς αἰτίας τῶν παραχωρουμένων δεινῶν.
Στήν παρούσα δημοσίευση παραθέτουμε τό σχετικό Κεφάλαιο περί τοῦ πνευματικοῦ νόμου, ὅπου γίνεται προσέγγιση τοῦ θέματος μέσα ἀπό τήν Πατερική ἑρμηνευτική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.


Στά κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων γίνεται λόγος περί τοῦ λεγομένου «πνευματικοῦ νόμου», ὁ ὁποῖος συχνά ἀντιπαραβάλλεται μέ τόν φυσικό νόμο, ἀλλά καί μέ τόν Μωσαϊκό. Τονίζεται δέ ὅτι αὐτούς τούς τρεῖς νόμους ἔδωσε ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους σέ διαφορετικά χρονικά διαστήματα, ὡς χειραγωγούς πρός τή σωτηρία τους2 . Σύμφωνα μέ τήν Πατερική Θεολογία, ὁ πνευματικός νόμος ἀποτελεῖ τό νόμο ἐκεῖνο, στόν ὁποῖο ζοῦσαν οἱ πρωτόπλαστοι στόν ἐπίγειο Παράδεισο πρίν τήν Πτώση. Αὐτή ἡ ζωή στόν πνευματικό νόμο χαρακτηριζόταν ἀπό τήν ἀπάθεια, τή συναναστροφή μέ τούς Ἀγγέλους, τή νοερά θεωρία καί τήν παραμονή στή θεία Χάρη. Ἡ ἔκπτωση τῶν πρωτοπλάστων ἀπό τόν Παράδεισο συνδέεται μέ τήν ἔκπτωσή τους ἀπό τόν πνευματικό νόμο καί τήν ὑπαγωγή τους στά πλαίσια τοῦ φυσικοῦ νόμου. Οἱ ἄνθρωποι, μέ τή βοήθεια τοῦ ἐμφύτου νόμου μποροῦσαν νά ξεχωρίζουν τό ἀγαθό ἀπό τό κακό ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας τους3 . Μετά τήν προπατορική Πτώση, αὐτή ἡ διάκριση τοῦ ἀγαθοῦ ἀπό τό κακό διατηρήθηκε στούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἀμαυρωμένη καί ἐξασθενημένη4 . Αὐτό μποροῦμε νά τό ἀντιληφθοῦμε ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ ἀντίληψη γιά τό καλό καί τό κακό δέν εἶναι ταυτόσημη σέ διαφορετικούς ἀνθρώπους καί κοινωνίες. Σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες, ἡ ζωή στό φυσικό νόμο χαρακτηρίζεται ἀπό τή διαμονή ἀνάμεσα στά πάθη καί τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι τά ἀνακινοῦν, τή φυσική κατανόηση τῶν φαινομένων μέ τίς αἰσθήσεις καί τήν ἐπίπονη πράξη τῆς ἀρετῆς5 . Ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής θά γράψει ὅτι ὅσοι τηροῦν τό φυσικό νόμο ὁδηγοῦνται στήν ἀλάθητη ἐνέργεια τῶν φυσικῶν παθῶν6 .


Εἶναι γνωστό ὅστι στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ ὁ Θεός παρεῖχε τόν Μωσαϊκό νόμο, ὡς βοηθό τοῦ φυσικοῦ. Σύμφωνα μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὁ Μωσαϊκός νόμος βοηθοῦσε στήν πραγματοποίηση τοῦ ἀγαθοῦ καί τή νίκη ἐναντίον τοῦ κακοῦ, ἀφοῦ ἐπαινεῖ τό ἀγαθό καί κατακρίνει τό κακό. Γράφει μάλιστα, ὁ χρυσορρήμων Πατήρ κάτι πολύ σημαντικό, μεταξύ ἄλλων, σχετικά μέ τόν φυσικό καί τόν Μωσαϊκό νόμο: «Ὁρᾷς πῶς δείκνυσι τήν μέν τῶν καλῶν καί τῶν μή τοιούτων γνῶσιν ἐξαρχῆς ἡμῖν καταβεβλημένην, τόν δέ νόμον Μωϋσέως ἐπαινοῦντα αὐτήν, καί ἐπαινούμενον παρ᾿ αὐτῆς»7 ;


Μετά ἀπό τή γενική αὐτή ἀναφορά στά εἴδη τοῦ Νόμου, θά γίνει λόγος εἰδικά περί τοῦ «πνευματικοῦ νόμου», σύμφωνα μέ τούς πνευματοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Πρωτίστως θά θυμηθοῦμε ὅτι, σύμφωνα τήν Ἁγία Γραφή, ἡ διαπρατόμενη ἁμαρτία λαμβάνει τήν «ἀντιμισθία» της, τήν «ἔνδικον μισθαποδοσίαν», κατά τή γνωστή ρῆση τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου8 .


Πολλές φορές βλέπουμε ὅτι οἱ θλίψεις καί οἱ ποικίλες δοκιμασίες συνδέονται μέ τίς ἁμαρτίες, ὡς ἀπότοκά τους. Ἡ ἀνταπόδοση δέν πραγματοποιεῖται μόνο μετά θάνατον, ἀλλά καί στή ζωή αὐτή, ὅπου ἐμφανίζεται ἡ ἐκδίπλωση τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς ἁμαρτίας, ἀφοῦ αὐτό ζητεῖ ἡ ἀνθρώπινη συνείδηση, ὡς ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης στόν κόσμο. Σύμφωνα μέ τή Γραφή, ὁ Δίκαιος Θεός ἀνταποδίδει τό καλό, ἀλλά καί τό κακό. Ἔτσι, ἐμφανίζεται νά ἐνισχύει καί ἐπιβραβεύει τούς δικαίους, ἀλλά καί νά παιδαγωγεῖ κολαστικά αὐτούς πού παραβαίνουν τό Νόμο Του. Πῶς ὅμως μπορεῖ νά συμβιβασθεῖ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀγάπη Του καί τό ἄτρεπτο τῆς ἀγαθῆς διαθέσεώς Του πρός τούς ἀνθρώπους; Γνωρίζουμε ἀπό τήν Πατερική Θεολογία ὅτι ὁ Θεός δέν ὀργίζεται, «οὐκ ὀργίζεται τό θεῖον». Ὁ Θεός εἶναι ἀπαθής, ἄτρεπτος, ἀμετάβλητος, ἀναλλοίωτος καί δέν ἀλλάζει διαθέσεις ἔναντι τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόν μεγαλύτερο ἁμαρτωλό, ὅπως ἀγαπᾶ τόν μεγαλύτερο Ἅγιο9 . Πῶς, ὅμως, τότε, λέγεται ὅτι τιμωρεῖ τόν ἁμαρτωλό; Ἀλλάζει ἄραγε διαθέσεις ἔναντι τοῦ ἀνθρωπου ὁ ἄτρεπτος Θεός; Μεταβάλλεται ὁ ἀναλλοίωτος καί τάσσεται ἐναντίον τοῦ πλάσματός του;


Τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό, δηλ. τό πῶς συμβιβάζεται ἡ θεία δικαιοσύνη μέ τή θεία ἀγάπη καί τό ἄτρεπτο τῆς ἀγαθῆς διαθέσεως τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ὑπάρχουν οἱ τιμωρίες τῶν ἁμαρτωλῶν, δίνει ἕνας Ἅγιος ἀσκητής τόν 5ο αἰ., ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἐρημίτης. Εἶναι ὁ συγγραφέας τοῦ λίαν ψυχοφελοῦς βιβλίου περί τοῦ λεγομένου πνευματικοῦ νόμου. Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ πνευματική ἀξία αὐτοῦ τοῦ συγγράμματος, ὥστε οἱ Βυζαντινοί -σύγχρονοι τοῦ Ὁσίου- νά λέγουν χαρακτηριστικά : «πάντα πώλησον, Μᾶρκον ἀγόρασον». Νά πουλήσεις ὅ,τι ἔχεις, προκειμένου νά προμηθευτεῖς αὐτό τό βιβλίο.

ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἐρημίτης γράφει ὅτι ὁ Θεός δέν δημιούργησε τόν θάνατο (σύμφωνα, βεβαίως, μέ τό ἁγιογραφικό: «ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησεν»10 ), οὔτε τέρπεται μέ τήν ἀπώλεια ζωντανῶν ὑπάρξεων, οὔτε ἐνεργεῖ ὑποκινούμενος ἀπό τό πάθος τῆς ὀργῆς, οὔτε ἐπινοεῖ πρᾶγμα πρός ἀνταπόδοση, οὔτε μεταβάλλει τή διάθεσή του ἀνάλογα μέ τήν ἀξία τοῦ καθενός. Ἀλλά ὁ Θεός, λέγει ὁ ἅγιος Μᾶρκος, δημιούργησε τά πάντα μέ σοφία καί προόρισε νά κρίνονται ἀπό τόν πνευματικό νόμο. «Θεός γάρ θάνατον οὐ ἐποίησεν, οὐδέ τέρπεται ἐπ ἀπωλείᾳ ζώντων, οὔτε κινεῖται πάθει ὀργῆς, οὔτε ἐπινοεῖ πρᾶγμα εἰς ἄμυναν, οὔτε ἀλλοιοῦται πρός τήν ἑκάστου ἀξίαν· ἀλλά πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησεν, ὑπό νόμῳ πνευματικῷ κρίνεσθαι προορίσας»11 . Κατά ταῦτα, λοιπόν, ἡ ἀνταπόδοση στήν κάθε πράξη ἐξαρτᾶται ἀπό τόν πνευματικό νόμο καί ὄχι ἀπό κάποια ἀλλαγή στόν Θεό. Εἶναι πολύ σημαντικό νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ γιά κάθε ἀνθρώπινη πράξη δέν ἔχει ὡς αἰτία της τή μεταβολή τῆς διαθέσεως τοῦ Θεοῦ πρός τά πλάσματά του. Αὐτή ἡ πάντοτε δίκαιη κρίση τοῦ Δικαίου Θεοῦ ἐκδηλώνεται μέσα ἀπό τή λειτουργία τοῦ πνευματικοῦ νόμου, ἀνάλογα μέ τήν κάθε περίπτωση12 . Γι᾿ αὐτό σέ κάθε πρᾶγμα, ἐπακολουθεῖ ἡ πρέπουσα ἀνταπόδοση καί αὐτή, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Μᾶρκο, γίνεται κατά τρόπο φυσικό καί ὄχι ἐπινοητικό13 .


Πρέπει ὡστόσο νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι γενικά, τό ζήτημα τοῦ πνευματικοῦ νόμου, ἄν δέν ἑρμηνευθεῖ σωστά, μπορεῖ νά δημιουργήσει ἐσφαλμένες καί ἀντορθόδοξες θέσεις καί θεωρίες. Μπορεῖ λ.χ. κάποιος νά ἐκλάβει τή λειτουργία τοῦ πνευματικοῦ νόμου δικανικά, ὡς μία ἀποκατάσταση τῆς διασαλευθείσης ἁρμονίας διά τῆς ἁμαρτίας, ὁπότε θά ταυτισθεῖ μέ τή γνωστή δυτική κακοδοξία τοῦ Ἀνσέλμου Κατεμβουρίας, περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας Δικαιοσύνης. Ὅμως, ὁ πνευματικός νόμος ἑρμηνεύεται πάντοτε μέ βάση τίς ὀντολογικές προϋποθέσεις καί ὄχι αὐτονομημένα, χωρίς αὐτές. Κατά τοῦτο, ὁ πνευματικός νόμος δέν εἶναι μιά ἀποκατάσταση τῆς διασάλευσης κάποιας δικαιϊκῆς τάξεως, ἀλλά ἀποτελεῖ μιά ὑπενθύμιση τῆς ἐπαναγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου στό «κατ᾿ εἰκόνα» καί πορείας πρός τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Εἶναι δηλαδή μέσον πρός τήν ἐπαναγωγή τοῦ ἀνθρώπου στήν ὀντολογία του, στή θεοεΐδειά του, μέ ἄλλα λόγια ἀποτελεῖ μέσον πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία του.

Εἶναι νόμος, ὅπως γράφει ἡ Σοφία Σολομῶντος, ὅτι «δι᾿ ὧν τις ἁμαρτάνει, διά τούτων κολάζεται»14 . Οἱ ἐπιφορές ἀκολουθοῦν τίς ἁμαρτίες, πλήν ὅμως, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος, κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς του διαπράττει πλῆθος καλῶν καί κακῶν πράξεων, ἀλλά καί λογισμῶν, οἱ ἐπιφορές δέν φαίνονται νά εἶναι ἴδιες μέ τίς αἰτίες τους. Ἀπό πνευματικῆς ἀπόψεως βεβαίως, οἱ ἐπιφορές ἐφαρμόζουν τή δικαιοσύνη, ὅπως καί πάλι ὑπογραμμίζει ὁ Ὅσιος Μᾶρκος ὁ Ἐρημίτης15 . Αὐτό ἀνιχνεύεται στά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Βλέπουμε λ.χ. τήν ἀναφερόμενη ἀπό τόν Κύριο ἐκείνη περίπτωση τῶν ἀνθρώπων, πάνω στούς ὁποίους ἔπεσε ὁ πύργος τοῦ Σιλωάμ. Αὐτοί, ὅμως, δέν εἶχαν ρίξει κάποιο πύργο ἐπάνω σέ ἄλλους ἀνθρώπους. Ἐπίσης, ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι αἰχμαλωτίσθηκαν στή Βαβυλώνα, δέν εἶχαν διαπράξει τό ἴδιο σέ ἄλλους συνανθρώπους τους.


Τά ἀνωτέρω περιστατικά, πού δέν εἶναι τά μοναδικά, καταδεικνύουν ὅτι οἱ ἁμαρτάνοντες κατά ποικίλους τρόπους, τιμωροῦνται, σύμφωνα μέ τόν πνευματικό νόμο, στόν κατάλληλο καιρό καί μέ τόν ἁρμόδιο τρόπο. Ὅμως, ὁ τρόπος τῆς τιμωρίας δέν εἶναι σέ ὅλους ὁ ἴδιος, οὔτε ὁ καιρός, οὔτε ἐπίσης τιμωροῦνται μέ τά ἴδια μέσα, μέ τά ὁποῖα αὐτοί οἱ ἴδιοι ἁμάρτησαν. Τήν κατάλληλη ἀνταπόδοση, τόν τρόπο, τόν χρόνο καί τό μέσο τῆς ἀνταποδόσεως, γνωρίζει μόνο ὁ Θεός. Ἀκόμη, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Ἐρημίτη, «πάσης συμβάσεως αἰτία ἐστίν οἱ ἑκάστου λογισμοί». Κάθε τι πού συμβαίνει ὡς ἀνταπόδοση στόν ἄνθρωπο ἔχει ὡς αἰτία ὄχι μόνο τίς πράξεις του, ἀλλά καί τίς βαθύτερες σκέψεις του, ἀφοῦ ὁ Παντογνώστης Θεός, ὁ «πάντων ἐπιστάμενος», γνωρίζει καί τούς λογισμούς τῶν ἀνθρώπων. Δέν μποροῦν νά πραγματοποιηθοῦν λόγοι καί πράξεις, ἄν δέν ἔχουν προηγηθεῖ οἱ λογισμοί. Πέραν αὐτῶν, ἐξετάζεται ἡ πρόθεση τῶν ἀνθρώπων. Κατά ταῦτα, ὅποιος ἔχει τήν πρόθεση νά πράξει κάτι, εἴτε καλό, εἴτε κακό, ἤδη τό ἔχει ἐκτελέσει μέ τό νοῦ του. Γι᾿ αὐτό καί λαμβάνει ἀπό τόν πνευματικό νόμο τήν ἐπάξια ἀνταπόδοση16 .


Λεκτέον ἀκόμη, ὅτι «οἱ πνευματικοί νόμοι πού ἔθεσε ὁ Θεός νά διέπουν τόν πνευματικό κόσμο, δέν ἔχουν σκοπό νά ἐμποδίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἐπιλογή τῆς ἁμαρτίας ἤ μέ τήν βία νά τόν ἐπαναφέρουν στήν εὐθεῖα ὁδό κάθε φορά πού ἐκκλίνει ἀπό αυτήν. Λειτουργοῦν κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε νά διατηροῦν καί περιφρουροῦν τό αὐτεξούσιό του καί νά τόν παιδεύουν πρός τό καλό χωρίς νά προσβάλουν καθόλου τήν ἐλευθερία του. Συγκεκριμένα, κάθε καλή πράξη που ἐπιλέγει ὁ ἄνθρωπος τοῦ ἀποδίδει τόν δικό της καρπό. Κάθε φορά πού ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται ἀπό τόν Θεό, ἐντελῶς φυσικά παραδίδεται στόν πνευματικό θάνατο17 , ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ὀδύνη καί τήν ἐξουθένωση. Βλέπει κανείς ἐδῶ ὅτι οἱ πνευματικοί νόμοι διαφυλάττουν τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου μέ τό νά τοῦ προσφέρουν αὐτό ἀκριβῶς πού ἐπιλέγει. Ἡ ὀδύνη καί ἡ ἐξουθένωση ἀποτελοῦν τήν φυσική ἀπόληξη τῆς ἁμαρτίας καί ὄχι τιμωρία, πού κατά δικανικό τρόπο κολάζει τήν κακή προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου. Ταυτόχρονα ἀποτελοῦν ἔμμεση προτροπή πρός μετάνοια, χωρίς νά ἀφαιροῦν ἀπό τόν ἄνθρωπο τό αὐτεξούσιο»18 . Εἶναι σημαντικό νά τονισθεῖ ὅτι οἱ πνευματικοί νόμοι εἶναι παιδωγία πρός σωτηρίαν καί λειτουργοῦν ἐν ἐλευθερίᾳ, δηλαδή μέ τήν ἐκούσια ἀποδοχή τους ἀπό μέρους τῶν πιστῶν ἀνθρώπων, μέ ταπεινοφροσύνη καί μετάνοια. Αὐτοί φυσικά σώζονται, ἀφοῦ δέχθηκαν τή λειτουργία τοῦ πνευματικοῦ νόμου στή ζωή τους. Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι ὑπάρχουν καί ἄνθρωποι, πού ἁμαρτάνουν βαρέως καί κατά συνείδησιν, καί παρόλο πού δέχονται τήν παιδαγωγία τοῦ πνευματικοῦ νόμου μέ κάποια δοκιμασία, ἐπιφορά, ἀσθένεια κ.λπ. δέν μετανοοῦν, ἀλλά φυσιοῦνται, ἀλαζονεύονται καί τελικά χάνουν τή σωτηρία τους.


Συνοπτικά θά μποροῦσε νά κατατεθεῖ, ὅτι ὁ ὅρος «πνευματικός νόμος» δηλώνει ἀφ᾿ ἑνός μέν τόν Εὐαγγελικό νόμο καί τίς ἐντολές του, ἐπί τῇ βάσῃ τῶν ὁποίων κρίνεται κάθε ἀνθρώπινη πράξη καί λαμβάνει τήν δέουσα ἀνταπόδοση, ἀφ᾿ ἑτέρου, ὁ ὅρος «πνευματικός νόμος» δηλώνει τά πνευματικά ἐκεῖνα φαινόμενα, τά πάντοτε σχεδόν ἐπαναλαμβανόμενα, πού συμβαίνουν ἀνάλογα με τη στάση κάθε ἀνθρώπου πρός τίς ἐντολές. Ἔτσι, «ἀνάλογα μέ τήν ἐντολή πού τηρεῖται ἤ παραβαίνεται, παρατηρεῖται καί τό ἀντίστοιχο πνευματικό φαινόμενο. Τά φαινόμενα αὐτά ἀποτελοῦν τίς γενικές ἀρχές πού διέπουν τήν πνευματική ζωή. Μποροῦν νά παραλληλιστοῦν μέ τούς νόμους πού διέπουν τό φυσικό κόσμο. Ὅπως δηλαδή ἡ φύση διέπεται ἀπό φυσικούς νόμους, ἔτσι καί ὁ πνευματικός κόσμος διέπεται ἀπό πνευματικούς νόμους»19 . Ἔτσι, γίνεται κατανοητό ὅτι ἡ λειτουργία τοῦ πνευματικοῦ νόμου δέν σημαίνει κατάργηση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἤδη ἐλέχθη. Ὅταν λ.χ. ἕνας ἄνθρωπος περιπατεῖ δίπλα στόν γκρεμό, ἄν δέν προσέξει θά βρεθεῖ κάτω, μέ κίνδυνο νά χάσει τή ζωή του. Αὐτό θά εἶναι ἡ συνέπεια παραβιάσεως τοῦ φυσικοῦ νόμου. Τό αὐτό λαμβάνει χώρα καί στό πεδίο τοῦ πνευματικοῦ νόμου, ἀλλά μέ μία διαφορά. Ἡ πτώση στό γκρεμό ἤ ἀπό κάποιο ὕψος, κατά τό νόμο τῆς βαρύτητος, εἶναι ἀναπόφευκτη ὡς συνέπεια παραβιάσεως τοῦ φυσικοῦ νόμου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπρόσωπος καί, θά λέγαμε, ἄκαμπτος. Οἱ πνευματικοί νόμοι, ὅμως, ἔχουν εὔσπλαγχνο καί φιλάνθρωπο χαρακτῆρα καί λειτουργοῦν κατά τό θέλημα τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος «πάντας θέλει σωθῆναι». Ἔτσι, ἡ τιμωρία πού ἀκολουθεῖ τήν πτώση στήν ἁμαρτία, ἀπό τόν πνευματικό νόμο (ὅπως λ.χ. μιά ἀκούσια θλίψη) μπορεῖ νά προληφθεῖ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος σπεύσει σέ μετάνοια, ὁπότε αἴρεται καί ἡ ἐπιφορά.


Σύμφωνα μέ τά ἀνωτέρω ἐκτεθέντα, δέν θά πρέπει νά μᾶς ἐκπλήσσουν οἱ διάφορες καί μέ ποικίλους τρόπους ἐκδηλούμενες ἐπιφορές, δοκιμασίες κ.ἄ. πού λαμβάνουν χώρα μέσα στό πλαίσιο τῆς λειτουργίας τοῦ πνευματικοῦ νόμου (μέ τήν ἀνταπόδοση, θετικά ἤ ἀρνητικά), ὁ ὁποῖος παραβιάζεται ἀσυστόλως κατά τήν ζοφερά ἐποχή μας, ὅπου ἡ πολυσχιδής ἁμαρτία ἐξαπλώνεται ὡς λοιμική νόσος καί ἀφανίζει τά πάντα σέ ὅλα τά ἐπίπεδα.

________________________________________________

1.Ὁμιλία, εἰς Ματθ. 59, 3, PG 58, 1193.
2.Bλ. ἐνδεικτικά, Μάρκου τοῦ Ἐρημίτου, Περί νόμου πνευματικοῦ, PG 65, 905 Α, Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως 4, 23, PG 94, 1204, Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον 19, PG 90, 308B, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὀμιλία 3, PG 151, 36BC. Βλ. Ἀρχιμ. Παντελεήμωνος Καραλάζου, Ἡ λειτουργία τῶν πνευματικῶν νόμων στήν ἀσκητική γραμματεία τῆς Ἐκκλησίας (Διδακτορική Διατριβή), Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 8.
3.Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολήν 13, 2-3, PG 60, 510-511.
4.Ἀρχιμ. Π. Καραλάζου, ὅ.π. Ἡ λειτουγία τῶν πνευματικῶν νόμων, σελ. 9.
5.Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον 26, PG 90, 348B-D.
6.ὅ. π. 39, PG 90 393 A, Ἀρχιμ. Π. Καραλάζου ὅ.π. σελ. 9.
7.Eἰς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολήν, 13, 2, PG 60, 510
8.Ἐβρ. Β΄, 2.
9.Ὁ καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός σέ ὁμιλίες του ἔλεγε κάτι τό χαρακτηριστικό: «Ὁ Θεός ἀγαπᾶ ἀκόμη καί τόν διάβολο· ὁ διάβολος δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό»!
10.Σοφ. Σολ. 1, 13.
11.Συμβουλία νοός πρός τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, PG 65, 1105 C.
12.Ἀρχιμ. Παντελεήμωνος Καραλάζου, Ἡ λειτουργία τῶν πνευματικῶν νόμων στήν ἀσκητική γραμματεία τῆς Ἐκκλησίας, σελ. 10.
13.ὅ. π., 1105 D.
14.Σοφ. Σολ. 11, 16.
15.Ἀντιβολή πρός Σχολαστικόν, PG 65, 1096 B.
16.Περί τῶν οἰομένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι, PG 65, 932D, 957Β, Βλ. Ἀρχιμ. Παντελεήμωνος Καραλάζου, μνημ. ἔργ. σελ. 59.
17.Μάρκου τοῦ Ἐρημίτου, Συμβουλία νοός πρός τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, PG 65, 1105 D.
18.ὅ.π. Ἡ λειτουργία τῶν πνευματικῶν νόμων, σσ. 41-42.
19.ὅ.π. σελ. 19.

 

Ἑπικοινωνία

ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ Γ.Ο.Χ ΑΘΗΝΩΝ
Κάνιγγος 32, γ΄ ὄροφος- Ἀθήνα τ.κ. 10682

Κλειδήμου 6- Πετράλωνα Ἀθήνα τ.κ. 11852

τηλ. 210 3828280 φαξ: 210 3847365