Στήν ὁμιλία του ὁ π. Νικηφόρος ἀρχικά εὐχαρίστησε τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπό μας κ. Καλλίνικο, γιά τήν ἀνάθεση σ᾿ αὐτόν, τῆς διακονίας τοῦ λόγου στόν Κατανυκτικό Ἑσπερινό τῆς Συγχωρήσεως.
Στή συνέχεια εἶπε ὅτι εἶναι ὠφέλιμο νά διατρέξουμε σύντομα τίς Κυριακές τοῦ Τριωδίου, ὥστε νά ἀνιχνεύσουμε τό θεολογικό καί πνευματικό νόημα κάθε Κυριακῆς, προκειμένου νά δοῦμε τί ἔχει νά προσφέρει στή δική μας τή ζωή καί τήν πνευματική πορεία μέσα στό πέλαγος τῆς Ἁγίας καί Μεγαλης Τεσσαρακοστῆς. Κατόπιν διεξῆλθε τό θέμα τῆς ὁμιλίας του ὡς ἑξῆς:
Ἡ πρώτη Κυριακή, τοῦ Τελώνου και Φαρισαίου, διδάσκει πῶς νά ἀποφύγουμε τήν «ὑψηγορίαν», τήν κομπορημοσύνη τοῦ Φαρισαίου καί πῶς νά μιμηθοῦμε τό «ταπεινόν ἐν στεναγμοῖς» τοῦ Τελώνου, πού ἔλεγε βαθυστένακτα, χτυπώντας τό στῆθος του, ἐκεῖ σέ μιά γωνιά τοῦ Ναοῦ: «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μου τῷ ἁμαρτωλῷ». Ὁ δεύτερος «κατέβη δεδικαιωμένος», σύμφωνα μέ τήν παραβολή. Σύμφωνα μέ αὐτά ὀφείλουμε να κατανοήσουμε τό ἀπαραίτητο τῆς ταπεινώσεως, πού εἶναι ἡ γνώση τῶν κτιστῶν ὁρίων μας, τῆς τρεπτότητας καί πτωτικότητάς μας.
Ἡ Κυριακή τοῦ Ἀσώτου μᾶς φέρνει στό νοῦ μας τό ἀπαραίτητο στοιχεῖο ἐκεῖνο πού φέρνει τή μετάνοια, τό «ἐλθών εἰς ἑαυτόν». Μέ αὐτό ἐπιστρέφουμε στήν πατρική ἀγκάλη καί εἰσερχόμαστε στόν οἶκο τοῦ Πατρός. Ἑπομένως, ἡ μετάνοια εἶναι ἡ κεντρική διήκουσα ἔννοια τοῦ Τριωδίου, ἀλλά καί τό κύριο χαρακτηριστικό τῆς πνευματικῆς πορείας μας.
Στό νόημα τῆς ἑπομένης Κυριακῆς, τῆς Ἀπόκρεω, θά σταθοῦμε λίγο περισσότερο. Ἀκούσαμε στήν ὑμνολογία περί ἀναστάσεως Νεκρῶν καί Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, σύμφωνα μέ τό Σύμβολον τῆς Πίστεως. Ἀκούσαμε καί στήν εὐαγγελική περικοπή νά λέγεται «καί ἀπελεύσονται οὖτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον οἱ δε εἰς ζωήν αἰώνιον». Γιατί, ἄραγε, νά εἶναι αἰώνιες οἱ δύο αὐτές καταστάσεις; Διότι εἶναι αἰώνιος ὁ Θεός. Καί τί εἶναι αὐτό πού λέμε Παράδεισος καί Κόλαση; Τόποι ὑλικοί; Ὄχι βεβαίως, ἀφοῦ ἐκεῖ δέν ὑπάρχει χῶρος αἰσθητός, διότι ἔχουμε τήν κατάργηση τοῦ χωροχρόνου. Ἑπομένως, δέν πρόκειται γιά τόπο, ἀλλά γιά τρόπο. Εἶναι τρόπος βιώσεως ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ γεγονότος. Οὐσιαστικά, Παράδεισος καί Κόλαση δέν εἶναι ἀμοιβή καί τιμωρία, ἀλλά εἶναι μετοχή. Αὐτή τή λεξη χρησιμοιοῦν πολλοί Πατέρες. Εἶναι μετοχή στή θέα τοῦ Θεοῦ. Νά τό ἐξηγήσουμε. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά ἐμφανισθεῖ κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του «ἐν δόξῃ». Θά τόν δοῦν ὅλοι. Ἀλλά ὅμως, αὐτή ἡ θέα τοῦ Χριστοῦ θα εἶναι διαφρετική ἀπό τον κάθε ἄνθρωπο, ἀνάλογα μέ τό πῶς σ᾿ αὐτήν ἐδῶ τή ζωή τοποθετήθηκε ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ ἔζησε πνευματικά, ἄν μετανόησε καί ζήτησε στή ζωή του τόν Θεό, τότε θά τόν βλέπει αἰωνίως καί αὐτή ἡ θέα που εἶπαμε, θα εἶναι γι᾿ αὐτόν φῶς, χαρά, εὐφροσύνη.Αὐτό εἶναι ὁ Παραδεισος. Ἀντίθετα, γιά ὅποιον δέν ἑτοιμάστηκε στή ζωή αὐτή καί δέν δέχτηκε τόν Χριστό, θά τόν βλέπει καί αὐτός στόν μέλλοντα αἰῶνα, ἀλλά αὐτή ἡ θέα τοῦ Χριστοῦ θά εἶναι γι᾿ αὐτόν καύση, φωτιά, κόλαση.
Μεταξύ ἄλλων Πατέρων,ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ἐκφράζει ἀκριβῶς αὐτήν τήν πραγματικότητα. Γράφει ὁ ἅγιος ὅτι ὁ Θεός στον μέλλοντα αἰῶνα, «πάντας συνέξει», θά συνέχει ὅλους. «Ἀλλ᾿ οὐχί πάντες ἴσως μεθέξουσι», δηλαδή δέν θά μετέχουν ὅλοι μέ τόν ἴδιο τρόπο στή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἄλλοι θά φωτίζονται ἀπό τόν Θεό καί ἄλλοι θά τόν βιώνουν ὡς «πῦρ καταναλίσκον». Ὁ Ὠριγένης προσπάθησε νά ἐκλογικεύσει τό μυστήριο τῆς άγάπης τοῦ Θεοῦ καί εἶπε ὅτι, ἀφοῦ ὁ Θεός ἀγαπᾶ τους πάντες, κάποια στιγμή θά τούς ἀποκαταστήσει, θά σώσει ὅλους, ἀκόμη καί τούς δαίνομες. Δίδασκε δηλαδή ὁ Ὠριγένης ὅτι θά ἔχει τέλος ἡ Κόλαση. «Πάντων ἀσεβῶν τε ἀνθρώπων καί δαιμόνων ἡ κόλασις τέλος ἔχει. Καί ἀποκατασταθήσονται ἀσεβεῖς τε καί δαίμονες εἰς τήν προτέραν αὐτῶν τάξιν». Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι. Ὁ Θεός ἀγαπάει, ἀλλά ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν θέλει τόν Θεό, δέν μπορεῖ ό Θεός νά ἀλλάξει τήν ἐπιλογή τοῦ αὐτεξουσίου τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἐπιλογή θά τόν ἀκολουθεῖ αἰώνια.
Συνεχίζουμε τήν ἀναφορά μας μέ τήν ἑπόμενη Κυριακή, τῆς Τυροφάγου, ὅπως λέγεται. Ἐδῶ γίνεται λόγος στήν ὑμνολογία γιά τόν ἐπίγειο Παράδεισο, τόν αἰσθητό χῶρο, ὅπου ὁ Θεός τοποθέτησε τόν ἄνθρωπο μετά τήν δημιουργία του, ἀφοῦ τόν κόσμισε μέ τόσα χαρίσματα καί τοῦ παρεῖχε τό «κατ᾿ εἰκόνα», μέ σκοπό νά φθάσει, ἀγωνιζόμενος σταδιακά, στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», δηλαδή τή χαρισματική ὁμοίωση μέ Αὐτόν, τή θέωση.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἁμάρτησε, ἀπομακρύνθηκε ἀπό τον Θεό, ἀφοῦ τον ἀγνόησε. Εἶναι ἡ Πτωση των πρωτοπλάστων, ὅπως διαβάζουμε στά κείμενα. Ἀπό ἐκεῖ εἰσῆλθαν στη φυση μας τα ταγικά ἀποτελἐσματα τῆς ἀποστασίας ἀπό τόν Θεό. Δέν κληρονομήσαμε τήν ἐνοχή τοῦ Ἀδάμ, ὅπως πιστεύουν στή Δύση, ἀλλά τίς συνέπειες τῆς Πτώσεως, πού εἶναι ἡ φθορά, ἡ θνητότητα, οἱ ἀσθένειες, ὁ θάνατος. Ὅλα αὐτά εἰσόρμησαν στή φύση μας, ὡς συνέπειες τῆς προπατορικῆς Πτώσεως. «Νενόσηκεν ἡμῶν ἡ φύσις τήν ἁμαρτίαν, διά τοῦ ἑνός, τουτέστιν Ἀδάμ», γράφει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας. Πρέπει νά ποῦμε ἐδῶ ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας δέν χρησιμοποιοῦν δικανική ὁρολογία στά περί τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά ἰατρική. Οἱ Πατέρες μιλοῦν μέ ὀντολογικούς ὅρους. Μιλοῦν δηλαδή γιά ζωή καί θάνατο. Εἶσαι σέ κοινωνία καί σχέση μέ τόν Θεό πού εἶναι ἡ Ζωή; Τότε ἔχεις καί σύ ζωή. Ἀποκόπτεσαι καί ἀλλοτριώνεσαι ἀπό τόν Θεό;Τότε εἶσαι νεκρός πνευματικά. Νά γιατί ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει: «Ζωή γάρ ὁ Θεός, στέρησις δέ ζωῆς ὁ θάνατος. Ὥστε τόν θάνατον ὁ Ἀδάμ, διά τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ Θεοῦ κατεσκεύασεν». Ναί, ὁ Θεός δέν ἔκανε τόν θάνατον, «ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησε», διαβάζουμε στήν Παλαιά Διαθήκη». Ὁ θάνατος ἦλθε ὡς συνέπεια τῆς Πτώσεως καί ἀπομακρύνσεως ἀπό τόν Θεό, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς.
Διά τῆς Πτώσεως ἀμαυρώθηκε τό «κατ᾿ εἰκόνα» καί χάθηκε ἡ προοπτική τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Νέος Ἀδάμ, ὅπως ὀνομάζεται, ἀνέκτισε τό «κατ᾿ εἰκόνα» καί ἔτσι δόθηκε ἡ δυνατότητα τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», πού χαρίζει ὁ Θεός στόν ἀγωνιζόμενο πιστό ἐντός τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας Του. Καί φυσικά καταργήθηκε ὁ θάνατος. «Ἀμφότερα γάρ ἐφιλανθρωπεύσατο ὁ Σωτῆρ», γράφει ὁ Μεγας Ἀθανάσιος: «καί τόν θάνατον ἠφάνιζε, καί ἐκαίνισεν ἡμᾶς». Καί ἐξαφάνισε τόν θάνατο (ἀφοῦ γιά τούς δικαίους εἶναι ἕνας ἁπλός ὕπνος), καί μᾶς ἀνακαίνισε. Καί εἶναι γνωστές αὐτές οἱ διατυπώσεις στά Ἀποστολικά κείμενα: «ἀνακαίνισις», «ἀνάπλασις», «ἀναδημιουργία», «καινή κτίσις». Ὅλα εἶναι συνώνυμα καί δείχνουν τό ἔργο τῆς ἀναδημιουργίας μας ἐν Χριστῷ.
Ἄς μεταβοῦμε στήν ἑπόμενη Κυριακή, τήν Α΄ τῶν Νηστειῶν. Εἶναι ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Τί εἶναι, ὅμως, ἡ Ὀρθοδοξία; Δέν εἶναι ἰδεολογία. Οὔτε εἶναι μιά κοσμική θριαμβολογία. Εἶναι ὁμολογία ὅτι ἡ παρουσία τοῦ ἀκτίστου στόν κόσμο δίνει τή δυνατότητα στό κτιστό νά ἑνωθεῖ μέ τό ἄκτιστο, στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ ὁμολογία πού διατυπώνει ὁ πρωτοκορυφαῖος Πέτρος, ὅτι «οὐκ ἐστιν ἐν ἄλλῳ ἡ σωτηρία, εἰμί ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ», δέν μπορεῖ κανείς νά σωθεῖ καί νά φθάσει στήν κατά Χάριν θέωση, χωρίς τήν ἀποδοχή τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Νά γιατί οἱ αἱρέσεις δέν εἶναι ἁπλῶς κάποιες θεωρίες, ἀλλά εἶναι ἡ καταστροφή τῆς δυνατότητας σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ λανθασμένη πίστη δέν σὠζει, δέν ὁδηγεῖ στήν ἕνωση τοῦ κτιστοῦ μέ τό ἄκτιστο. Πῶς λ.χ. μπορεῖ νά σώσει ἕνας Θεός, ὅταν δέν εἶναι καί τέλειος ἄνθρωπος, ὅπως διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, ἄν ἡ θεία φύση ἀπορρόφησε τήν ἀνθρώπινη, ὅπως κηρύσσουν οἱ Μονοφυσῖτες; Νά σημειώσουμε ὅτι καί ἡ Εἰκονομαχία προσέλαβε τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου, μέ τήν μή δυνατότητα ἀπεικονίσεως τοῦ Σαρκωθέντος Λόγου, πού κήρυσσε. Βασικά οἱ περισσότερες αἱρέσεις κατέλυαν τήν Χριστολογία, τή Διδασκαλία περί τοῦ Προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία διεξήγαγε τόσους ἀγῶνες διεξήγαγε μέσα ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους γιά τή διατύπωση καί ὁριοθέτηση τοῦ Δόγματος. Ἐννοεῖται πώς τό Δόγμα δέν ἔχει ἐξέλιξη καί προοδευτική ἀποκάλυψη (ὅπως ἰσχύει στόν παπισμό), ἀλλά ἔχει διατύπωση καί ὁριοθέτηση.
Ἡ ἀμέσως ἑπόμενη Κυριακή, πού ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, θεωρεῖται ὡς μία συνέχεια τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτό διότι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, εἶναι ἕνας μεγάλος Θεολόγος καί μεγάλος πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ὁποῖος στήν ἐποχή του ἐπαναδιατύπωσε τήν πρό αὐτοῦ Παράδοση, λόγω τῶν προκλήσεων τῶν αἱρετικῶν. Ὁ Ἅγιος ἀντιπαρατάχθηκε στή Δυτική θεολογία, πού κήρυσσε ἕναν θεό ἀμέθεκτο, τόν θεό τοῦ Ἀκινάτη, ἕναν θεό πού ἀγαπᾶ πολύ τόν κόσμο, ἀλλά μέσα του! Ἀφοῦ ἐκεῖ ταυτίζουν οὐσία καί ἐνέργεια στόν Θεό, ἀποκλείοντας τό ἄκτιστο τῶν θείων ἐνεργειῶν, ὁ θεός μένει καθ᾿ ἑαυτόν. Μέ ἄλλα λόγια, κηρύσσουν ἕναν ἥλιο, πού κρατάει τό φῶς γιά τόν ἑαυτό του καί δέν στέλνει τίς ἀκτῖνες του στή γῆ.
Ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τοῦ ὁποίου τήν Διδασκαλία ἡ Ἐκκλησία ἐπικύρωσε μέ τίς λεγόμενες Ἡσυχαστικές Συνόδους, κήρυξε τόν Ἀληθινό Θεό, τόν ἀκατάληπτο και ἀπρόσιτο στήν οὐσία Του (ἀφοῦ κανείς ποτέ δέν εἶδε την θεία φύση), ἀλλά προσιτό καί καταληπτό μέσα ἀπό τίς ένἐργειες Του. Καί ἔλεγε ὁ ἱερός Πατήρ μέ πόνο στόν Βαρλαάμ: «Ἄν σύ ἀνέλῃς τό συνδοῦν μεταξυ τοῦ ἀμεθέκτου καί τῶν μεθεκτῶν», δηλαδή, ἄν ἐσύ καταστρέψεις τή γέφυρα, μέ τήν ὁποία ὁ Θεός ἐπικοινωνεῖ με τον κόσμο (αὐτό εἶναι τό «συνδοῦν», ὁ σύνδεσμος), τότε, «ὤ τῆς ζημίας, διέστειλας ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ», μᾶς χώρισες, λέει, ἀπό τόν Θεό! Μετέχουμε λοιπόν στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες εἶναι ἄκτιστες. Συγκεκριμένα μετέχουμε στις ἰδιότητες τῆς θείας Ἐνεργείας. Νά πῶ ἕνα παράδειγμα, πού οἱ Πατέρες χρησιμοποιοῦν. Εἶναι τό παράδειγμα τοῦ πυρακτωμένου σιδήρου. Ὁ σίδηρος μεταφέρει τά στοιχεῖα τῆς ἐνεργείας τῆς φωτιᾶς, τό καυστικό, το φωτιστικό κ.λπ. Ἡ φωτιά διά τῆς ενεργείας της μετέφερε ἰδιότητες στό σίδηρο. Ἄν ἡ φωτιά εἶχε μεταφέρει τήν ἴδια τήν οὐσία της, δέν θά ὑπῆρχε σίδηρος, θά εἶχε άφανισθεῖ. Ἡ ἐνέργεια λοιπόν εἶναι ὁ μεταφορέας τῶν ἰδιοτήτων. Ἔτσι λοιπόν, ἐμεῖς δέν μετέχουμε στή φύση τῆς θείας Ἐνεργείας, ἀλλά μετέχουμε στίς ἰδιότητές της.
Ἐπειδή ὅμως, ἀδελφοί μου, μπορεῖ νά σκεφθεῖτε ὅτι τά ἀνωτἐρω εἶναι βαθειά θεολογικά, ἐνῶς ἐσεῖς θέλετε κάτι πιό ἁπλό, δηλαδή τί μποροῦμε να πάρουμε ἀπό τον ἅγιο Γρηγόριο τον Παλαμᾶ, θά σᾶς πῶ εὐχαρίστως τί μποροῦμε νά ἀντλήσουμε ἀπό αὐτόν τόν μεγάλο πατέρα. Ὁ Ἅγιος δίδασκε τή νοερά προσευχή καί προέτρεπε τούς μαθητές του νά λεγουν τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με». Ὁ ἴδιος ὅμως, ἐκτός ἀπό τήν προσευχή αὐτή, ἔλεγε μιά ἄλλη προσευχή, δηλωτική τῆς βαθυτάτης ταπεινώσεώς του. Ἔλεγε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, φώτισόν μου τό σκότος»! Αὐτό εἶναι γιά μᾶς τό μεγάλο δίδαγμα τῆς ταπεινώσεως. Ἄν αὐτός ὁ θεόπτης, πού κήρυτε τό ἄκτιστο φῶς, ἀλλά καί ἔβλεπε τό φῶς, θεωροῦσε τόν ἑαυτό του σκοτισμένο καί παρακαλοῦσε τόν Θεό νά τοῦ φωτίσει τό σκότος, τί πρέπει νά ποῦμε ἐμεῖς; Ἄς ζητοῦμε τό θεῖο φωτισμό καί τό ἔλεος τοῦ Κυρίου.
Στό μέσον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς προβάλλεται ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου, εἶναι ἡ Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, ὅπως λέγεται. Αὐτός ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου «προανεκηρύττετο καί προετυποῦτο μυστικῶς ἐκ γενεῶν ἀρχαίων», ὅπως γράφει σέ σχετικό λόγο του ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, καί συμπληρώνει ὅτι κανείς ποτέ δέν συμφιλιώθηκε μέ τόν Θεό χωρίς την δύναμη τοῦ Σταυροῦ, «οὐδείς ποτε κατηλλάγη τῷ Θεῷ χωρίς τῆς τοῦ Σταυροῦ δυνάμεως». Τό μυστήριον τοῦ Σταυροῦ, σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο, φέρει διπλή ἐνέργεια. Ἡ πρώτη συνδέεται μέ τήν ἑκούσια σταύρωση τοῦ ἀνθρώπου, τή νέκρωση τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος. Καί ἡ δεύτερη συνδέεται μέ τή θεωρία τοῦ Θεοῦ, τήν θεοπτία, όπως λέγεται.
Ἡ Ἐκκλησία θέτει στό μέσον τοῦ Ναοῦ τόν Σταυρό, στή μέση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, προκειμένου νά ἀντλήσουμε ἀπό αὐτόν δύναμη γιά τόν ἀγῶνα μας. Μέ τήν εὐκαιρία νά ποῦμε, ὅτι ἡ θέση τοῦ Σταυροῦ βρίσκεται στό Ἱερό Βῆμα, πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα, ὅπως μεταξύ ἄλλων Πατέρων μαρτυρεῖ τόν 14ο αἰῶνα ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης ὁ Μυσταγωγός. Σαφέστατα ὁ Ἅγιος, στό κλασικό ἔργο του «Ἅπαντα», δηλώνει ὅτι, «διά τοῦτο καί ἵσταται ἐξ ἀνατολῶν ὄπισθεν τοῦ θυσιαστηρίου, αὐτό τό εὐλογημένον ὄργανον τῆς Θυσίας, ὁ Θεῖος Σταυρός». Καί ἀλλοῦ λέγει: «Εἶτα (ὁ ἱερεύς) εἰς τό θυσιαστήριον εἰσελθών, καί ἀφ᾿ οὗ ἐκεῖ θυμιάσῃ καί ἀποθέσῃ τό θυμιατήριον, λαμβάνει τόν Τίμιον Σταυρόν ἱστάμενον ὄπισθεν τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου». Ἀλλά καί αἰῶνες νωρίτερα, τόν 8ο αἰῶνα μαρτυρεῖται ἀπό κείμενα περί τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Κωνσταντινουπόλεως, ὅτι ἡ θέση τοῦ Σταυροῦ εἶναι πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα. Νά γνωρίζουμε ὅτι τό Μυστήριον τῆς θ. Οικονομίας θεωρεῖται ὡς ἑνιαῖο καί ἀδιάσπαστο καί δέν θεωρεῖται ἀποσπασματικά, ὅπως συμβαίνει μέ τούς Προτεστάντες, μέ τόν ὑπερτονισμό κάποιων ἐκ τῶν σωτηριωδῶν γεγονότων καί μείωση ἄλλων ἐξ αὐτῶν. Σταυρός καί Ἀνάσταση δέν χωρίζονται, ἀλλά συνθεωροῦνται, ὅπως ἐπίσης, καί παρόντα καί ἔσχατα, λειτουργικῶς.
Ἡ Δ΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν θά μᾶς παρουσιάσει ἕναν μεγάλο Ἀσκητή, τόν ὅσιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη. Ἀσκεῖται εἴκοσι χρόνια στό κοινόβιο καί ἄλλα σαράντα στήν Ἔρημο. Ἡ ἁγιοπνευματική του ἐμπειρία παράγει τό γνωστό βιβλίο, τήν Κλίμακα, πού θεωρεῖται ὡς εὐαγγέλιο τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Δέν εἶναι, ὅμως, ἀποκλειστικά καί μόνο γιά μοναχούς, ἀλλά καί γιά λαϊκούς σέ πολλά πού γράφει, ἀφοῦ κοινή εἶναι ἡ πνευματική ζωή. Ἡ «Κλῖμαξ» τῶν 30 βαθμίδων, κάνει λόγο περί ἀρετῶν, πού πρέπει νά καλλιεργήσουμε, στήν ἄνοδο αὐτή πρός τόν Θεό.
Ὁμιλεῖ καί περί παθῶν τά ὁποῖα εἶναι δυνάμεις τῆς ψυχῆς, πού λειτουργοῦν κατά φύσιν στόν πνευματικό ἄνθρωπο. Στήν πτωτική, ὅμως, κατάσταση λειτουργοῦν παρά φύσιν. Γι᾿ αὐτό καλούμαστε νά μεταμορφώσουμε, νά μεταστοιχειώσουμε αὐτές τίς δυνάμεις σέ θεοειδεῖς ἕξεις, ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες. Εἶναι μεγάλο τό ζήτημα αὐτό καί ὑπάρχουν πλεῖστες ἀναφορές στή νηπτική Θεολογία. Δέν ἐξαφανίζουμε τά πάθη, άλλά τά μεταμορφώνουμε ἐν Χριστῷ, προκειμένου νά λειτουργοῦν κατά φύσιν οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Δηλαδή, μέ ἁπλά λόγια, δέν μᾶς λέει νά μήν ἀγαποῦμε σωστά, οὔτε νά μήν ἐπιθυμοῦμε, ἀλλά νά ἐπιθυμοῦμε ὀρθά. Δέν μᾶς λέει νά μήν θυμώνουμε, ἀλλά νά θυμώνουμε σωστά, δηλαδή νά θυμώνουμε κατά τῶν παθῶν καί τοῦ διαβόλου καί ὄχι κατά τῶν συνανθρώπων μας.
Ἡ Ε΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ἔχει κάτι παράδοξο, μιά ἀνατροπή, ἕνα σκάνδαλο στή λογική μας θά ἔλεγα. Κάτι ἄλλο ἴσως ἀναμέναμε. Θά μποροῦσε ἡ Ἐκκλησία νά παρουσιάσει ἕναν Μέγα Βασίλειο, ἕναν Μέγα Ἀντώνιο, ἕναν Σάββα ἡγιασμένο, «ἀφορισμένον» ἐκ κοιλίας μητρός. Καί ὅμως, ἡ Ἐκκλησία, ἀντί αὐτῶν, προβάλλει μία διαβεβοημένη γυναῖκα, Μαρία τήν Αἰγυπτία, καί τῆς ἀφιερώνει τήν Ε΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν. Τήν προβάλλει ὡς πρότυπο μετανοίας, ἀφοῦ ὑπῆρξε τρομερή ἡ ἄσκηση καί ἡ μετάνοιά της μετά ταῦτα. Λέει τό Ἐξαποστειλάριο: «Ὑπόδειγμα μετανοίας σέ ἔχομεν πανοσία». Ὄχι ἁπλῶς ὁσία, ἀλλά πανοσία. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας θέλει νά μᾶς παρακινήσει στή μετάνοια, πού εἶναι τό ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Ἡ μετάνοια, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ εἶναι «ἀρχή καί μεσότης καί τέλος τῆς τῶν Χριστιανῶν πολιτείας».
Μέ ὅλα τά πρεοειρημένα ἡ Ἐκκλησία μᾶς προετοιμάζει νά ἑορτάσουμε τά Ἄχραντα Πάθη, τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας. Εἴπαμε ἐν συντομίᾳ γιά τό θεολογικό νόημα τῶν Κυριακῶν τοῦ Τριωδίου. Θά περατώσουμε τήν ὁμιλία μας μέ τίς εὐκαιρίες τοῦ πνευματικοῦ ἀνεφοδιασμοῦ μέσα στήν Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Οἱ ευκαιρίες εἶναι πολλἐς. Ἡ Ἐκκλησία πυκνώνει τίς ἱερές Ἀκολουθίες. Ἔτσι, ὑπάρχουν τά Μ. Ἀπόδειπνα, ὅπου θά διαβάζουμε ὅτι «μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός». Ἔχουμε ἔτσι την αἴσθηση ὅτι εἶναι μαζί μας ὁ Θεός, τον ἔχουμε «ἐν ἡμῖν, ένοικοῦντα και ἐμπεριπατοῦντα», ὅπως λέγουν κάποιες Εὐχές. Ὑπάρχει ἡ θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, μιά Μυσταγωγία, μιά μεγάλη εὐκαιρία, ὅπου ἡ Μητέρα και τροφός μας Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ να μετάσχουμε στήν ἀθάνατο «βρῶση καί πόση» τοῦ Παναγίου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Κυρίου. Ὁ Χερουβικός ὕμνος εκεῖ λέγει: «πίστει καί πόθῳ προσέλθωμεν, ἵνα μέτοχοι ζωῆς αἰωνίου γενλωμεθα». Ναί, γινόμαστε μέτοχοι τῆς αἰωνίου ζωῆς, ὅταν κοινωνοπυμε μέ προετοιμασία, διότι ἡ αἰώνια ζωή βιώνεται καί μέσα στό παρόν τῆς ἱστορίας, μέσα στά ἱερά Μυστήρια, στή θεία Εὐχαριστία πού ἐνεργεῖ στούς μετέχοντες τήν ἐσχατολογική πρόγευση τῆς οὐρανίου Βασιλείας. Ταυτόχρονα, κάθε Παρασκευή τώρα μέσα στή Μεγάλη Τεσσαρακοστή, θά ἔχουμε τήν εὐκαιρία, ἀκούγοντας τούς Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου, νά ἀντλοῦμε δύναμη ἀπό τήν Παναγία Μητέρα μας, αὐτή πού εἶναι τό «μεθόριον μεταξύ κτιστῆς και ἀκτίστου φύσεως», ἀλλά καί ἡ ἐλπία καί ἐνίσχυση καί παρηγορία μας στόν ἀγῶνα τόν πνευματικό.
Ἄς προσπαθήσουμε λοιπόν, ὅσο γίνεται νά μετέχουμε στίς εὐκαιρίες αὐτές πού μᾶς προβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, ὥστε νά προετοιμασθοῦμε δι᾿ εὐχῶν σας Μακαριώτατε Δέσποτα, νά ἑορτάσουμε πραγματικό Πάσχα, πού σημαίνει διάβαση, πέρασμα, «ἐκ τοῦ θανάτου πρός ζωήν καί ἐκ γῆς πρός οὐρανόν», Ἀμήν.