Ὁ Ἱερομόναχος Ἀντώνιος Γεωργαντᾶς κατὰ κόσμον Ἀθανάσιος γεννήθηκε στὸ Ἑλληνικὸ Γορτυνίας στὶς 4-06-1938 καὶ ἦταν τὸ τελευταῖο παιδὶ πενταμελοῦς οἰκογένειας, μεγαλώνοντας μὲ φτώχεια καὶ στερήσεις ἐξαιτίας τῶν πολέμων ποὺ ἀκολούθησαν.
Τὴν ὑποτυπώδη πνευματική του κατήχηση φρόντιζε ἀνελλιπῶς ἡ θεία του Μαρία Γεωργαντᾶ, ἡ ὁποία καίτοι ἀγράμματη τὸν προέτρεψε, φεύγοντας γιὰ τὴν Ἀθήνα τὸ 1951, νὰ ἀκολουθήσει τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο ποὺ θεωροῦσε ἀπὸ διηγήσεις παλαιοτέρων αὑτῆς χωρικῶν ὡς τὸ πλέον ὀρθόν.
Στὴν Ἀθήνα ἐργάστηκε ἀρχικὰ σὲ περίπτερο θείου του στὴν περιοχὴ τῆς πλατείας Ὁμονοίας καὶ στὴν ἡλικία τῶν 17 ἐτῶν στὴν ὡς ἄνω περιοχὴ συναντήθηκε τυχαία μὲ τὸν Ἀρχιμανδρίτη Αὐξέντιο Πάστρα, τὸν μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο, στὸν ὁποῖο ἔκτοτε ἐξομολογεῖτο τακτικὰ καὶ λειτουργοῦνταν συχνὰ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.
Στὴν συνέχεια ἐργάσθηκε νυχτερινὸ ὡράριο στὰ ὑφάσματα «Δημητριάδη» πετυχαίνοντας νὰ ἐκκλησιάζεται ἀπὸ τὶς πρῶτες πρωϊνὲς ὧρες στὴν Ἁγία Παρασκευὴ στὸ Μοναστηράκι καὶ νὰ κερδίζει νυκτερινὸ μεροκάματο ποὺ τὸ ξόδευε ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀγοράζοντας ἐκκλησιαστικὰ κυρίως βιβλία. Στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίας Παρασκευῆς γνωρίστηκε μὲ τὸν ἀείμνηστο Ἱεροψάλτη π. Δοσίθεο τὸν ἀόμματο, τὸν ὁποῖον συνόδευσε ἀρκετὲς φορὲς στὰ Κατουνάκια καὶ στὴν Σκήτη Ἁγίας Ἄννης. Διατρίβοντας ἐκεῖ μὲ σεβαστοὺς Πατέρες καὶ συμμετέχοντας σὲ Ἀγρυπνίες καὶ λοιπὲς Ἀκολουθίες ἀγάπησε τὸν μοναχικὸ βίο ἐγκαταβιώνοντας στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Ἄννης πλησίον τοῦ Μαρκοπούλου Μεσογαίας Ἀττικῆς, ὑποτασσόμενος στὸν Ἁγιαννανίτη Γέροντα Παχώμιο.
Τὸ 1966 ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα κι ἕνα χρόνο ἀργότερα, στὶς 24 καὶ 25 Ἰουλίου τοῦ 1967, χειροτονήθηκε ἀντίστοιχα διάκονος καὶ ἱερεὺς ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Διαυλείας Ἀκακίου Παππᾶ, συμμαρτυροῦντος τοῦ Ἱερομομάχου Ἰουστίνου Κολοτούρου (μετέπειτα Μητροπολίτου Εὐρίπου).
Τὸ αὐτὸ ἕτος 1967 ἀνέλαβε ἐφημερικὰ καθήκοντα στὸ παράρτημα «Ἀναλήψεως» Σπάτων Ἀττικῆς τὸ ὁποῖο παρέλαβε μὲ 5 οἰκογένειες καὶ τὸ ἄφησε μετὰ ἀπὸ ἑπταετία τὸ 1974 μὲ 70. Ταυτόχρονα μερίμνησε γιὰ τὴν ἀνακαίνιση τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἀναλήψεως, ἐνῶ πρωτοστάτησε γιὰ τὴν ἀνέγερση ἔναντι τοῦ Ναοῦ εὐρυχώρου οἰκήματος ποὺ ἐξυπηρετοῦσε τὶς ἀνάγκες τοῦ ἑκάστοτε ἐφημερίου καὶ συγχρόνως διατηροῦσε μεγάλη αἴθουσα δεξιώσεων.
Στὸ τελευταῖο ἔτος τῆς ἐφημεριακῆς του διακονίας ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταβιώσει στὴν γενέτειρά του καὶ σὲ πατρικὸ κτῆμα κοντὰ στὸ Ἑλληνικὸ νὰ χτίσει μοναστήρι. Περιμένοντας τὸν ἀντικαταστάτη του στὰ Σπάτα κατάφερε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1975 νὰ ξεκινήσει τὸ ἔργο τῆς μοναστηριακῆς οἰκοδομῆς ποὺ ἀποπερατώθηκε τρία χρόνια ἀργότερα.
Τὸ 1980 ὁ Ἐπίσκοπος τῆς νεοημερολογιτικῆς Ἐκκλησίας Θεόφιλος Καναβὸς μήνυσε τὸν μεταστάντα γιὰ τὴν ἵδρυση καὶ λειτουργία Ἱερᾶς Μονῆς ἄνευ τῆς ἀδείας του. Τὸ δικαστήριο συνῆλθε στὶς 10-02-1981 κρίνοντας ἀθῶο τὸν π. Ἀντώνιο βασιζόμενο στὶς συνταγματικὲς διατάξεις περὶ θρησκευτικῆς ἐλευθερίας.
Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ τὸν βοήθησε στὴν συνέχεια νὰ προβεῖ σὲ πλέον στέρεες οἰκοδομικὲς αἴθουσες καὶ κατάλληλες βιβλιοθῆκες, ποὺ συνέβαλαν στὶς ἐκδόσεις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς (24 στὸ σύνολο) τὶς ὁποῖες χορηγοῦσε δωρεάν.
Ἡ πρωτοβουλία τοῦ ἀείμνηστου γέροντα νὰ θέσει πρὸ τῶν εὐθυνῶν τους τὴν Εἰσαγγελία Δράμας καὶ τὸν ἐπιχώριο κρατικὸ δεσπότη Διονύσιο Κυράτσο, οἱ ὁποῖοι πεισματικὰ καὶ ἐντελῶς παράνομα ἐμπόδιζαν τὴν ἀνέγερση τοῦ Ναοῦ Ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν Δράμας, ὡδήγησε τὸν μεταστάντα στὸ ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου μὲ βαρύτατες κατηγορίες περὶ τύπου ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀθωώθηκε, ὅπως καὶ οἱ συγκατηγορούμενοί του Ἱερομόναχος Ἀμβρόσιος (νῦν Μητροπολίτης Φιλίππων καὶ Μαρωνείας) καὶ Μοναχὸς Νικόδημος. Ἀξιοσημείωτη θὰ παραμείνει ἡ ἀγόρευση τοῦ Εἰσαγγελέα τῆς ἕδρας Ζαχαρία Μουράτη ὁ ὁποῖος καταδίκασε τὴν ἐπιπόλαιη γνωμοδότηση τοῦ συναδέλφου του Ἀντιεισαγγελέα Δράμας Παναγιώτη Ἰωαννίδη, ποὺ ἐντελῶς αὐθαίρετα καὶ παράνομα ἀποφάσιζε ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ δὲν δικαιοῦται τῆς ἀνεγέρσεως Ἱερῶν Ναῶν. Ἡ δίκη αὐτὴ τῆς 25-01-1990 ἔθεσε πρὸ τῶν εὐθυνῶν τους δικαστικοὺς λειτουργοὺς καὶ κυρίως Εἰσαγγελεῖς, καθὼς ὁ ἡμερήσιος τύπος προέβη σὲ ἐκτενὴ ἀναφορὰ τῶν πεπραγμένων στὴν Δράμα γεγονὸς ποὺ ξεσήκωσε τὸν νομικὸ κόσμο σὲ βάρος τῶν κρατικῶν Ἐπισκόπων.
Τὸ ἴδιο ἔτος στὶς 12 Ὀκτωβρίου 1990, ὁ π. Ἀντώνιος ἐθελουσίως παραιτήθηκε τῆς ἱερωσύνης ἀσχολούμενος ἔκτοτε πιὸ συστηματικὰ μὲ τὴν μελέτη τῆς Πατερικῆς Γραμματείας καὶ τὴν ἔκδοση ἱστορικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων.
Εἴκοσι χρόνια ἀργότερα, τὸ 2010, προσβλήθηκε ἀπὸ βαριὰ πνευμονία ἡ ὁποία σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν χρόνια καρδιακὴ ἀνεπάρκεια κλόνισαν τὴν ὑγεία του καὶ ἔκτοτε ἐπὶ μία δεκαετία ἐρχότα πολὺ κοντὰ στὸ θάνατο, γιὰ νὰ καταλήξει τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ τοῦ 2025, στὶς 6.00 μ.μ., σὲ ἡλικία 87 ἐτῶν.
Τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα, 05-04-2025, μετὰ τὸ πέρας τῆς Ἀναστάσιμης Θείας Λειτουργίας, ψάλθηκε ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία καὶ πραγματοποιήθηκε ἡ ταφὴ τοῦ γέροντος ὑπὸ τοῦ Αἰδ/του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στυλιανοῦ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικοδήμου Ἑλληνικοῦ Γορτυνίας. Εἴθε ἡ μνήμη του νὰ εἶναι αἰωνία!