Ἑορτολογικά

Ἡ Ἑορτή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως τήν Γ΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν.

Ἱερομονάχου Καλλινίκου Ἠλιοπούλου

 

δεύτερη καθιερωθεῖσα ἑορτή πρός τιμήν τοῦ Σταυροῦ εἶναι ἡ ἑορτή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, τήν Γ΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν ἐν τῷ μέσῳ τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Αὐτή ἡ ἑορτή, ὅπως καί ἡ ἑορτή τῆς Ὑψώσεως, ἀνήκει στόν κύκλο τῶν Δεσποτικῶν Ἑορτῶν, ὡς πρός τό περιεχόμενο (Δεσποτικές ὀνομάζονται οἱ πρός τιμήν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ἑορτές)1, ἀλλά ὡς πρός τόν χρόνο ἀνήκει στόν κύκλο τῶν Κινητῶν ἑορτῶν (Κινητές ὀνομάζονται οἱ ἑορτές οἱ ὁποῖες ἑορτάζονται σέ κινητή ἡμερομηνία, ἀνάλογα μέ τό πότε ἑορτάζεται τό Πάσχα καθορίζεται ὅλος ὁ πασχάλιος κύκλος τῶν κινητῶν ἑορτῶν).

IMG 224aaf40af2e180379e2016c5b92d41c V

ἑορτή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως ἀνάγει τήν ἀρχή καί τή γένεσή της κατά τίς ἀρχές τοῦ δ΄ αἰῶνος μ.Χ καί συνδέεται ἄμεσα μέ τήν ἑορτή τῆς εὑρέσεως τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Ἁγία Ἑλένη, ἀλλά καί ἔμμεσα μέ τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ τῆς 14ης Σεπτεμβρίου τοῦ 335 μ.Χ. Ἡ πρώτη αὐτή ἄποψη καί ἐπικρατέστερη πού ἔχει διατυπωθεῖ εἶναι ὅτι προέκυψε «μᾶλλον ἐκ μεταθέσεως τῆς ἀναμνήσεως τῆς εὑρέσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (6 Μαρτίου)»2 . Θά δοῦμε πρώτα ὀλίγα τινά στοιχεῖα διά τήν εὕρεση τοῦ Τιμίου Ξύλου, τά ὁποῖα συνδέονται μέ τήν μετάθεση τῆς ἑορτῆς.

ναφέρει χαρακτηριστικά ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων στήν ἐπιστολή του πρός τόν Κωνστάντιο, υἱό τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου: «ἐπί τοῦ θεοφιλεστάτου καί τῆς μακαρίας μνήμης Κωνσταντίνου τοῦ σοῦ πατρός, τό σωτήριον τοῦ Σταυροῦ ξύλον ηὕρηται τῆς θείας χάριτος, τῷ καλῷς ζητοῦντι τήν εὐσέβειαν, τῶν ἀποκεκρυμμένων ἁγίων Τόπων παρασχούσης τήν εὕρεσιν»3 . Ὁ αὐτός Ἱερός Πατήρ μαρτυρεῖ, σέ μία ἀπό τίς ἐπιστολές του πρός τούς φωτιζόμενους, τήν ἐπί τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εὕρεση τοῦ Σταυροῦ καθώς καί τήν ὕπαρξη Αὐτοῦ στά Ἱεροσόλυμα ἐπί τῶν ἡμερῶν του (4ος αἰῶνας μ.Χ)4 . Ἐπίσης αὐτή ἡ ἀνεύρεση τοῦ Σταυροῦ ἀπό τήν Ἁγία Ἑλένη ἐπί Μεγάλου Κωνσταντίνου μαρτυρεῖται καί ἀπό τούς ἱστορικούς, πού κατέγραψαν ἀνόθευτη τήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ὅπως ὁ Σωκράτης ὁ σχολαστικός5 καί ὁ Ἑρμείας ὁ Σωζόμενος6 , ἀλλά καί ἀπό ἰδία ἐπιστολή τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου πρός τόν Μακάριο Ἱεροσολύμων καί τόν ἔπαρχο Δρακιλλιανόν7 .

Ἁγία Ἑλένη φτάνοντας στά Ἱεροσόλυμα περί τό 326 μ.Χ ξεκίνησε τήν ἀναζήτηση τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, Τόν Ὁποῖον καί βρῆκε μαζί μέ τόν Πανάγιο Τάφο καί τούς δύο σταυρούς τῶν δύο λῃστῶν τῶν συσταυρωθέντων μέ τόν Κύριο, ἀφοῦ πρῶτα γκρέμισε τό ναό τῆς Ἀφροδίτης, πού εἶχαν ἀνεγείρει οἱ ἐθνικοί στό σημεῖο ταφῆς τοῦ Χριστοῦ8. Γιά τόν θαυματουργικό τρόπο τῆς εὑρέσεως τοῦ σταυροῦ ὑπάρχουν διάφορες παραδόσεις ἀνάμεσα στίς ὁποῖες δεσπόζει ἡ παράδοση αὐτή μέ τό μυρωδᾶτο φυτό πού λέγεται βασιλικός, μέ τό ὁποῖο μέχρι σήμερα στολίζουμε τόν Τίμιο Σταυρό καί τό μοιράζουμε ὡς εὐλογία στούς πιστούς τήν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως9. Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἀναφέρει τό θαῦμα τῆς θεραπείας τῆς νεκρῆς γυναίκας, ἡ ὁποία ἀναστήθηκε ἀκουμπῶντας πάνω στό Ζωηφόρο Σταυρό: « ἐπειδή δέ δύσκολον ἦτο νά διακριθῇ ὁ σταυρός τοῦ Σωτῆρος καί τῶν ληστῶν, ὁ τότε Ἱεροσολύμων ἐπίσκοπος Μακάριος προσήνεγκεν ἕκαστον τῶν τριῶν εὑρεθέντων σταυρῶν ἐπί τινός θανατηφόρως πασχούσης γυναικός. Καί τῶν μέν δύο εἰς μάτην τεθέντων, ἅμα τοῦ τρίτου ἐπιψαύσαντος τοῦ σώματος τῆς ἀγωνιώσης παραχρῆμα ἠνωρθώθη αὕτη καί ἐγένετο ὑγιής»10.

τοπική Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων ἀρχίζει νά πανηγυρίζει αὐτήν τήν ἱστορική εὕρεση τοῦ Σταυροῦ τήν 6ην Μαρτίου, καί νά τελεῖ ὕψωση καί προσκύνηση τοῦ Τιμίου Ξύλου, διότι «ἡ ὕψωσις ἠκολούθησεν ἀμέσως μετά τήν εὕρεσιν αὐτοῦ. Ἐγένετο δέ αὕτη ὅπως ὁ λαός ὅλος ἴδῃ τόν Σταυρόν τοῦ Κυρίου καί προσκυνήσῃ αὐτόν, ὅν ὁ ἐπίσκοπος Μακάριος ἀναβάς ἐπί τινος τόπου ὑψηλοῦ ὕψωσε καί ἐπέδειξεν»11 . Σήμερα ὅμως, αὐτή τήν ἑορτή τῆς εὑρέσεως τοῦ Σταυροῦ, ἡ Ἐκκλησία δέν τήν πανηγυρίζει μέ ὕψωση καί προσκύνηση, ἁπλῶς στό Συναξάριο τῆς 6ης Μαρτίου ἀναφέρεται ἡ εὕρεση τοῦ Σταυροῦ καί τῶν τιμίων ἥλων: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῆς εὑρέσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ὑπὸ τῆς μακαρίας Ἑλένης... Δίδωσιν ἡμῖν Ἑλένη ταύτην χάριν, Βλέπειν τὸ σῶσαν ἐκ φθορᾶς ἡμᾶς ξύλον... Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῆς εὑρέσεως τῶν τιμίων ἥλων... Φανέντες ἧλοι Βασιλεῖ, τοῦ μὲν κράνους, Ἄγαλμα κεῖνται, τοῦ χαλινοῦ δὲ κράτος.»12 , ἀλλά καί στήν ἀκολουθία τῆς αὐτῆς ἡμέρας δέν ὑπάρχουν κανόνες καί τροπάρια ἀφιερωμένα στό Σταυρό, μόνον τά παραπάνω ὑπομνήματα μετά τῶν στίχων13 λόγος γιά τόν ὁποῖον ἔπαυσε ἡ Ἐκκλησία νά πανηγυρίζει τήν ἑορτή τῆς εὑρέσεως τοῦ Σταυροῦ εἶναι ἁπλῶς ἡ μετάθεσή της τήν Γ΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, γιά τό ὁποῖο συνηγορεῖ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος λέγοντας: «Ἐπειδή ἡ 6η Μαρτίου συμπίπτει τῇ Γ΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ὅταν τό Πάσχα ἐμπέσῃ τῇ 3η Ἀπριλίου, οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ τά πάντα καλῶς διαταξάμενοι, καλόν ἠγήσατο νά ἑορτάζηται ἡ τῆς εὑρέσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἑορτή πάντοτε κατά τήν Κυριακήν ταύτην μεγαλοπρεπῶς ὅπως ἐνισχύῃ, κατά τόν ὑπομνηματισμόν τοῦ Τριωδίου, τούς ἀγωνιζομένους τόν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς κατά τό μακρόν τῆς νηστείας στάδιον τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς γίνεται δηλαδή, τρόπον τινά, μετάθεσις τῆς ἑορτῆς καί ἐν τοῖς ἔτεσιν ἐν οἷς ἡ 6η Μαρτίου δέν συμπίπτει τῇ Γ΄ Κυριακῇ τῶν Νηστειῶν. Τοιοῦτόν τι συμβαίνει καί ἐν ταῖς ἑορταῖς Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἰωάννου τῆς Κλίμακος καί Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας διά τόν αὐτόν σκοπόν, ὅπως δηλονότι ἑκάστη Κυριακή τῶν Νηστειῶν ἐπιδεικνύῃ καί τι λαμπρόν ἀρετῆς πρός ἐνθάρρυνσιν καί ἐνίσχυσιν τῶν ἀγωνιζομένων χριστιανῶν. Διά τοῦτο φρονῶ ὅτι ἡ ἑορτή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως εἷναι ἡ ἑορτή τῆς εὑρέσεως ἔπαυσε πλέον νά ἑορτάζηται. Ἐπειδή δέ οἱ Ἅγιοι Πατέρες οὐδέν αὐθαιρέτως ἀπεφάσισαν, οὐδέ ἠδύναντο αὐθαιρέτως τήν μέν τῆς εὑρέσεως νά καταπαύσωσι, διά τοῦτο φρονῷ ὅτι ἡ ἑορτὴ τῆς εὑρέσεως ἐστίν ἡ αὐτή τῇ ἑορτῇ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Εἰς τοῦτο συνηγορεῖ:

α) καί ἡ ἔλλειψις τῶν τροπαρίων καί τῶν κανόνων ἐν τῇ ἑορτῇ τῆς εὑρέσεως κατά την 6ην Μαρτίου καί

β) οἱ εὑρισκόμενοι κανόνες καί τά τροπάρια κατά τήν ἑορτήν τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, ἅτινα φαίνονται ὅτι ἀνάγονται εἰς πολύ προγενεστέρους χρόνους καί προσαρμόζονται εἰς τήν εὕρεσιν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὡς τό ἑξῆς καί ἕτερα τινά: « Σήμερον γίνεται χαρά, ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς, ὅτι τοῦ σταυροῦ τό σημεῖον, κόσμῳ ἐμφανίζεται, Σταυρός ὁ Τρισμακάριστος· οὗτος γάρ προτεθείς ἀναβλύζει, τοῖς προσκυνοῦσιν αὐτόν χάριν ἀένναον»14. Αὐτή ἡ μετάθεση ἄλλωστε ἐνισχύεται καί ἀπό τήν ἀπαγόρευση τελέσεως Θείας Λειτουργίας τίς καθημερινές ἡμέρες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, πλήν μόνο Προηγιασμένης15.

Δύο ὁμιλίες Πατέρων ἀφιερωμένες στήν Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως μαρτυροῦν τό πότε περίπου τοποθετεῖται χρονολογικά αὐτή ἡ μετάθεση. Περί τό 715-730 μ.Χ ἡ ἑορτή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως εἶναι πλέον καθιερωμένη, ἀφοῦ ὁ Πατριάρχης Γερμανός ὁ Α΄ τῆς ἀφιερώνει σχετική ὁμιλία16, ἀλλά κι ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ἡ ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου Ἱεροσολύμων γιά τήν προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ «τῇ μέσῃ ἑβδομάδι τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς»17 εἶναι ὄντως αὐθεντική τότε ἐπιτρέπεται ἡ χρονολόγηση τῆς ἑορτῆς πρίν τόν ζ΄ αἰῶνα18 . Ἄρα πιθανόν ἡ τόσο γνωστή καί διαδεδομένη στήν Ἀνατολή κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες (ἐννοεῖται τρεῖς αἰῶνες μετά τήν εὕρεση τοῦ Σταυροῦ τό 326 μ.Χ) ἑορτή τῆς πρώτης εὑρέσεως καί ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἤτοι τῆς Σταυροπροσκυνήσεως ἡ ὁποία ἐτελεῖτο την 6ην Μαρτίου, καί ἀφοῦ μεσολάβησε καί ἡ νίκη τοῦ Ἡρακλείου κατά τῶν Περσῶν καί ἡ δεύτερη ὕψωση τοῦ Σταυροῦ τό 630 μ.Χ, ἡ ἑορτή τῆς Κυριακῆς τῆς Σταυροπροσκυνήσεως ἀντικαθιστᾶ πλήρως τήν ἑορτή τῆς εὑρέσεως, ἐξαπλώνεται πλέον γύρῳ στόν ζ΄ αἰῶνα καί μετά σέ ὅλη τήν Ἀνατολή καί τή Δύση καί παγιώνεται19 .

λλωστε αὐτή ἡ παγίωση τῆς ἑορτῆς ὁδήγησε σέ ἐπέκταση τῆς ἑορτῆς ἀπό τήν Τετάρτη της Γ΄ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν μέ προεότρια σταυρώσιμα τροπάρια ἕως καί τήν Παρασκευή τῆς Δ΄ ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν μέ μεθέορτα, μέ ἀποτέλεσμα ὅλη ἡ Δ΄ ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν νά ἀκτινοβολεῖ τή χάρη τοῦ Σταυροῦ20 καί νά ὀνομάζεται «σταυροφόρος ἑβδομάς»21 μέ κύριο χαρακτηριστικό τήν «φωτοφόρον τοῦ Σταυροῦ προσκύνησιν»22. Ἡ μετά τήν Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως ἑβδομάδα, ἡ Δ΄ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἕως καί τόν ἑσπερινό τοῦ Σαββάτου, εἶναι ἀφιερωμένη στόν Τίμιο Σταυρό23 .

Βέβαια ἔχουν διατυπωθεῖ καί δευτερεύουσες ἀπόψεις γιά τήν γένεση τῆς ἑορτῆς τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, τίς ὁποῖες ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε. Ἡ πρώτη ἀναφέρεται, μέ συσχετισμό τῆς τελετῆς τῆς προσκύνησης τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στό λειτουργικό σημεῖο μεταξύ τοῦ τέλους τοῦ ὄρθρου καί τῆς ἔναρξης τῆς Θείας Λειτουργίας, στήν καταγωγή τῆς ἑορτῆς ἀπό τήν εἰδική τελετή τῆς προβολῆς σέ ἐπίσημη προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ, παλαιότερα στά Ἱεροσόλυμα καί ἀργότερα καί στήν Κωνσταντινούπολη, τή Μεγάλη Παρασκευή, ἡ ὁποία τελικά δέν ἰσχύει διότι αὐτή ἡ ἀρχαία λειτουργική πράξη ἔχασε τήν αἴγλη ἐφόσον ἀντικαταστάθηκε ἀπό τά ἐγκώμια τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ἐνῶ ἀντίθετα διατήρησε τήν παλαιά σημασία της στούς Σύριους, τούς Κόπτες τῆς Αἰγύπτου καί τούς Ἀρμενίους24 . Καί ἡ δεύτερη στηρίζεται στή μελέτη τοῦ Ἱερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτη25 , ὅτι ἡ «ἑορτή τῆς τρίτης προσκύνησης τοῦ Σταυροῦ», ὅπως τήν ἀναφέρει, δηλαδή ἡ ἑορτή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, ἕλκει τήν καταγωγή της ἀπό τή μεταφορά τεμαχίου Τιμίου Ξύλου στήν Ἀπάμεια πού δόθηκε ἀπό τόν ἀρχιεπίσκοπο Ἱεροσολύμων στόν Ἀλφειό ἐπίσκοπο Ἀπαμείας, καί χρονολογεῖται ἀπό τίς ἀρχές τοῦ ζ΄ αἰῶνος στήν Κωνσταντινούπολη ὡς ἰδιαίτερη ἑορτή τοῦ καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ὅπου στό Τυπικό τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας (θ΄-ι΄ αἰῶνες) καταχωρεῖται ἀκριβῶς στό μέσο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡμέρα Τετάρτη καί ὄχι Κυριακή, ἁπλῶς τήν Γ΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν ἀναγγέλλεται ἡ προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ τήν προσεχῆ ἑβδομάδα. Καί ἡ τάξη αὐτή τῆς προσκύνησης τοῦ Σταυροῦ ἐπεκτάθηκε σέ ὁλόκληρη τήν ἑβδομάδα, τήν Δ΄ τῶν Νηστειῶν, ἔτσι ὥστε νά μπορεῖ ὅλος ὁ λαός τῆς Κωνσταντινουπόλεως νά προσκυνήσει τό Τίμιο Ξύλο, οἱ ἄνδρες τήν Τρίτη καί τήν Τετάρτη καί οἱ γυναῖκες τήν Πέμπτη καί τήν Παρασκευή26. Αὐτή ἡ ἑβδομαδιαία προσκύνηση τοῦ Τιμίου Ξύλου στό μέσο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς γενικεύτηκε, καί αὐτή ἡ γενίκευση ὁδήγησε στή μεταφορά τῆς ἑορτῆς τήν Κυριακή γιά περισσότερη λαμπρότητα27 . Πάντως καί ἀπό τίς δύο αὐτές ἀπόψεις ἐξάγεται τό συμπέρασμα ὅτι ἡ ἑορτή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως δέν ὑπῆρχε ὡς αὐτοτελής ἑορτή ἀλλά προέκυψε εἴτε ἀπό κάποια λειτουργική πράξη εἴτε ἀπό κάποιο ἱστορικό γεγονός, καί ἀφοῦ ἐπικράτησε ἐπεκτάθηκε σέ μία ἑβδομαδιαία λειτουργική προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ.

Τό ἱστορικό αὐτό γεγονός, ἐν τέλει, εἰς τό ὁποῖο ἀνάγει τήν γένεση καί τήν λειτουργική της ἐξέλιξη ἡ ἑορτή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν εὕρεση τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου ἀπό τήν Ἁγία Ἑλένη στίς ἀρχές τοῦ δ΄ αἰῶνος (6η Μαρτίου τοῦ 326 μ.Χ.) ὅπου ἐπακολουθεῖ ἡ πρώτη ὕψωση καί προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Αὐτή ἡ ἑορτή, τῆς εὑρέσεως καί τῆς πρώτης προσκύνησης τοῦ Σταυροῦ, πού μνημονεύεται στό Συναξάριο τῆς 6ης Μαρτίου, περί τίς ἀρχές τοῦ ζ΄ αἰῶνος μετατίθεται γιά περισσότερη λαμπρότητα καί αἴγλη τήν Γ΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ἡ ὁποία καί πλέον ἀποκαλεῖται Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως.


1. «Ἡ ἑορτή τῆς ἐν χαρᾷ καί φόβῳ θείας καί τοῖς ἐν ἁγνοῖς χείλεσι καί καρδίᾳ προσκυνήσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, εἰσαγομένη δι' ὕμνων Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου ἀπό τῆς Τρίτης τῆς γ΄ ἐβδομάδος τῶν νηστειῶν, διήκει ἀπό τῆς γ΄ Κυριακῆς μέχρι καί τῆς Παρασκευῆς τῆς δ΄ ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν. Τῆς ἑορτῆς ἀνηκούσης εἰς τήν τάξιν τῶν Δεσποτικῶν ἑορτῶν, ἡ ἀκολουθία αὐτῆς συμψάλλεται μετά τῆς ἀναστασίμου, συμψαλλομένης μετ' αὐτῶν ἤδη καί τῆς ἀκολουθίας τοῦ τυχόντος ἑορταζομένου Ἁγίου» βλ. Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία (ΘΗΕ), 11ος τόμος, σελ. 435.
2. Βλ. Φουντούλη Ι., Λειτουργική Α΄, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 123-124.
3. Βλ. Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Ἐπιστολή πρός Κωνστάντιον τόν εὐσεβέστατον Βασιλέα, περί τοῦ ἐν οὐρανοῖς φανέντος σημείου τοῦ Σταυροῦ ἐκ φωτός, ἐν ἱεροσολύμοις ὀφθέντος, PG 33, 1168.
4. «Ἐλέγχει μέ οὗτος ὁ Γολογοθᾶς, οὗ νῦν πλησίον πάντες πάρεσμεν, ἐλέγχει με τοῦ Σταυροῦ τό ξύλον τό κατά μικρόν ἐντεῦθεν πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ διαδοθέν...» βλ. Κυρίλλου Ἱεροσολύμων Κατήχησις ΙΓ΄ Πρός Φωτιζομένους, PG 33, 772· πρβλ. Νεκταρίου Κεφαλᾶ Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Ἱστορική Μελέτη περί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, Ἐν Ἀθήναις 1912, σελ. 22.
5. Βλ. Σωκράτους Σχολαστικοῦ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμος Α΄ κεφ. ιζ΄: « ὡς τοῦ βασιλέως μήτηρ Ἑλένη, ἐπί τά Ἱεροσόλυμα παραγενομένη, τόν σταυρόν τοῦ Χριστοῦ ἀναζητήσασα, εὗρε καί ἐκκλησίαν ἀνωκοδόμησεν» (PG 67, 117-121).
6. Ἐρμείου Σωζομενοῦ Σαλαμινίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμος Β΄, κεφ. α΄: «Περί τῆς εὑρέσεως τοῦ ζωηφόρου Σταυροῦ, καί ἁγίων ἥλων », PG 67, 929-933.
7. Βλ. Θεοδωρήτου Κύρου, Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας Λόγοι Πέντε, τόμος α΄, κεφ. ιστ΄ «Ἐπιστολή τοῦ αὐτοῦ πρός Μακάριον ἐπίσκοπον Ἱεροσολύμων, περί οἰκοδομῆς τοῦ θείου ναοῦ», PG 82, 956-957.
8. Πρβλ. Νεκταρίου Κεφαλᾶ Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Ἱστορική Μελέτη περί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, Ἐν Ἀθήναις 1912, σελ. 20.
9. «Ὅταν ἡ Ἁγία Ἑλένη μέ τούς συνοδούς της ἄρχισε τίς ἔρευνες, μία νεαρή ἑβραιοπούλα ὁδήγησε τήν Βασιλομήτορα στόν Ἰούδα (πρόκειται γιά τόν δεύτερο Ἰούδα πού πίστεψε, μετενόησε, καί ἔγινε χριστιανός μέ τό ὄνομα Κυριακός) πού ἔμενε στά Ἱεροσόλυμα, ἐπειδή ἐκεῖνος ἐγνώριζε ἀπό τούς παλαιότερους τήν τοποθεσία, ὅπου εἶχαν ρίξει τούς τρεῖς σταυρούς. Ἐκεῖ φύτρωνε κι ἕνα ἀρωματικό φυτό, τό γνωστό μας βασιλικό πού βοήθησε ὡς ἐκ θαύματος τήν Ἁγία Ἑλένη (τό μυρωδᾶτο φυτό λέγεται βασιλικός γιατί φύτρωσε στό σημεῖο πού ἦταν θαμμένος ὁ Σταυρός πού εἶχε σταυρωθεῖ ὁ Βασιλιᾶς τοῦ κόσμου). Πῆγε, λοιπόν, ἡ Ἁγία Ἑλένη στήν τοποθεσία αὐτή καί πρίν δώσει ἐντολή νά ἀρχίσουν οἱ ἀνασκαφές, γονάτισε καί προσευχήθηκε θερμά στό Χριστό. Μόλις ὅμως σηκώθηκε στά πόδια της καί πρίν πεῖ μιά λέξη, ἔγινε μέγας σεισμός, μόνον στό σημεῖο αὐτό, καί τό ἔδαφος σχίστηκε σέ μεγάλο βάθος. Τότε ἄρχισαν ἀμέσως οἱ ἀνασκαφές καί σέ λίγη ὥρα βρέθηκαν οἱ τρεῖς σταυροί, πρός γενικήν κατάπληξιν ὅλων τῶν παρισταμένων. Συγκεκριμένα τώρα ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου τοποθετήθηκε πάνω σέ νεκρή γυναῖκα καί αὐτή ἀναστήθηκε! Συγκεκριμένα μόλις ἔβαλαν πάνω στό σῶμα της τόν τρίτον Σταυρόν (τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ) ἡ ἑτοιμοθάνατη γυναῖκα ἔγινε ἀμέσως καλά καί σηκώθηκε στά πόδια της. Ἔτσι ἀποδείχθηκε ὅτι αὐτός ἦταν ὁ πραγματικός Τίμιος Σταυρός» βλ. Σωτήρχου Π., Πῶς βρέθηκε καί ὑψώθηκε ὁ Τίμιος Σταυρός, http://www.agiazoni.gr/article.phd?id=15901722012578699966.
10. Βλ. Νεκταρίου Κεφαλᾶ Μητροπολίτου Πενταπόλεως, ὅπ.π., σελ. 20.
11. Βλ. Νεκταρίου Κεφαλᾶ Μητροπολίτου Πενταπόλεως, ὅπ.π., σελ. 20.
12. Βλ. Μηναῖον Μαρτίου, Ἀποστολικῆς Διακονίας , ἔκδ. β΄, Ἀθήνα 2002, σελ. 59.
13. Πρβλ. Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία (ΘΗΕ), 11ος τόμος, σελ. 435.
14. Βλ. Νεκταρίου Κεφαλᾶ Μητροπολίτου Πενταπόλεως, ὅπ.π., σελ. 435.
15. «Ἄρτον προσφέρειν, εἰμή ἐν Σαββάτῳ καί Κυριακῇ», Κανών μθ΄ Λαοδικείας καί Κανών νβ΄ τῆς ἐν Τρούλλῳ, βλ. Ράλλη Γ. καί Ποτλῆ Μ., Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν Κανόνων τῶν τε ἁγίων καί πανευφήμων Ἀποστόλων, καί τῶν ἱερῶν καί οἰκουμενικῶν καί τοπικῶν Συνόδων, καί τῶν κατά μέρος ἁγίων Πατέρων, τόμος Β΄ & Γ΄, Ἀθήνα 1852-1859, σελ. 427 & 216 ἀντίστοιχα.
16. Βλ. Σωφρονίου τοῦ ἐν μοναχοῖς ἁγιωτάτου, μετά ταῦτα δέ πατριάρχου ἱεροσολύμων, ὁμιλία λεχθεῖσα εἰς τήν προσκύνησιν τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ τῇ μέσῃ ἑβδομάδι τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς ὅτι διά νηστείας εἰλικρινοῦς δυνατόν ἐκκαθαρθέντας τόν νοῦν, ἀκατακρίτως προσελθεῖν, καί μετασχεῖν τῶν θείων μυστηρίων, PG 87, 3309-3316.
17. Βλ. Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, Λόγος εἰς τήν προσκύνησιν τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἐν τῷ καιρῷ τῷ μεσονηστίμῳ, PG 98, 221-244.
18. Βλ. Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη (Πρωτοπρεσβυτέρου), «Οἱ ἑορτές τοῦ Τιμίου Σταυροῦ», Η΄ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Τό Χριστιανικόν Ἑορτολόγιον 18-20 Σεπτεμβρίου 2006, σελ. 8.
19. Πρβλ. Νεκταρίου Κεφαλᾶ Μητροπολίτου Πενταπόλεως, ὅπ.π., σελ. 32.
20. Βλ. Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη (Πρωτοπρεσβυτέρου), «Οἱ ἑορτές τοῦ Τιμίου Σταυροῦ», Η΄ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Τό Χριστιανικόν Ἑορτολόγιον, 18-20 Σεπτεμβρίου 200,. σελ. 9.
21. Βλ. εἱρμός β΄ κανόνος η΄ ὠδῆς, ὄρθρος Πέμπτης Δ΄ ἑβδομάδος, Τριώδιον Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἐν Ἀθήναις 2002, σελ. 544.
22. Βλ. πρῶτο τροπάριο β΄ κανόνος α΄ ὠδῆς, ὄρθρος Δευτέρας Δ΄ ἑβδομάδος, Τριώδιον, ὅπ.π., σελ. 506.
23. Πρβλ. Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία (ΘΗΕ), 11ος τόμος, σελ. 431.
24. Βλ. Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη (Πρωτοπρεσβυτέρου), ὅπ.π., σελ. 9.
25. Βλ. Gerard Bonnet (νῦν ἱερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου), La Mystagogie du temp liturgique dans le Triodion, σέ ρουμανική μετάφραση μέ τίτλο: Triodul explicat, ἀπό το διάκονο Ioan Ica jr, ἐκδόσεις "Deisis", Sibiu 2000.
26. Βλ. Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη (Πρωτοπρεσβυτέρου), ὅπ.π., σελ. 8.
27. Βλ. «Στή Μεγάλη Ἐκκλησία συνηθέστατα μετέφεραν τίς μνῆμες τῶν πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως στήν ἀμέσως μετά τήν ἡμέρα μνήμης τους Κυριακή. Τό ἴδιο γινόταν καί γιά τίς μνῆμες τῶν διακεκριμένων ἁγίων πού ἐνέπιπταν κατά τήν πένθιμο περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἤ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Αὐτές μετετίθεντο κατά τά Σάββατα ἤ τίς πλησιέστερες Κυριακές ἤ κατά τήν Διακαινήσιμο ἑβδομάδα (Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος, τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα, τῆς εὑρέσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου κλπ). Μερικές ἀπό αὐτές παρέμειναν μονίμως στίς νέες θέσεις τους ἤ ἀναδιπλώθηκαν» βλ. Φουντούλη Ι., Λειτουργική Α΄, Θεσσαλονίκη 2004, σελ.127-128.

Ἑπικοινωνία

ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ Γ.Ο.Χ ΑΘΗΝΩΝ
Κάνιγγος 32, γ΄ ὄροφος- Ἀθήνα τ.κ. 10682

Κλειδήμου 6- Πετράλωνα Ἀθήνα τ.κ. 11852

τηλ. 210 3828280 φαξ: 210 3847365