Ἰστορικά

Τα παιδιά στον αγώνα του σαράντα (1940)

Στους μεγάλους εκείνους χρόνους και τα παιδιά ήταν συντονισμένα στον παλμό της πρώτης γραμμής με τη σκέψη τους, τη δράση τους και την καρδιά τους δοσμένες στο μέτωπο. Γι’ αυτό με μία φωνή, μια πνοή, μια θέληση, από την πρώτη ημέρα σηκώθηκαν στο πόδι.

28 oktovriou

Όταν την αυγή της 28ης Οκτωβρίου 1940 όλοι οι Έλληνες, από τον ανώτατο άρχοντα ως τον άγνωστο χωρικό, εργάζονταν με τρομερά έντονο ρυθμό, για να συντονίσουν, να προλάβουν, να επιστρατευθούν για να πολεμήσουν, η νεολαία, αυτή που δεν είχε ακόμα συγκεκριμένες υποχρεώσεις, πλημμύριζε τους δρόμους δίνοντας κάποιο άλλο χρώμα και τόνο στην όλη ατμόσφαιρα. Οι κληρωτοί, οι έφεδροι και οι εθελοντές επιστρατευμένοι αντίκρυζαν παντού πατριωτική έξαρση, και μεγάλο ενθουσιασμό και ένιωθαν σφριγηλό και ακμαίο το σφιγμό του Ελληνικού έθνους. Τις ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα των παιδιών δεν τα είδαν σαν άκαιρη φλυαρία, αλλά τα αντιλήφθηκαν «σαν ανάθεση αποστολής απ’ αυτούς που μένουν πίσω σ’ αυτούς που φεύγουν για μπρος, να μετρηθούν με τον ύπουλο επιδρομέα, που τόσους μήνες τώρα προκαλούσε και έθιγε το εθνικός μας φιλότιμο».

Όλα τα Ελληνόπουλα ξεχύθηκαν στους δρόμους, στις πλατείες, στα τραίνα, στα αυτοκίνητα και στα πλοία. Ακόμα και η «μαρίδα» των παιδιών έτρεχε για πολύ πίσω από τους φαντάρους και τους πείραζαν πότε – πότε μέσα πάντοτε στο πνεύμα του πολέμου που άρχιζε: – Ρε ψηλέα, εσένα να σε βάλουν σκιάχτρο, και θα φύγουν οι Ιταλοί! Ενώ οι φοιτητές, μόνιμα και πάντοτε επιρρεπείς σε κάποια αναρχία, διέτρεχαν την Αθήνα καταστρέφοντας την Ιταλική σχολή, καταστήματα Ιταλών και γραφεία Ιταλικών εταιρειών.


Τα παιδιά στα μετόπισθεν.

paidia1940bΣτο σχολικό έτος 1940 – 41 τα παιδιά μάθαιναν γράμματα διαβάζοντας και γράφοντας εκθέσεις και επιστολές για τους πολεμιστές στο μέτωπο. Στα σχολεία κατά τάξεις πρόσφεραν επιταγές χιλιάδων δραχμών, προερχόμενες από το σπάσιμο του κουμπαρά τους. οι 18άρηδες μάλιστα δήλωσαν σοβαρά με καμάρι ότι είναι «εν αναμονή προσελεύσεως εις τον Στρατόν».

Οι νέοι και οι νέες, διαδηλώνοντας σε κάθε κατεύθυνση τα συνθήματα Πίστις, Αγών, Νίκη, πρόσφεραν στους στρατευμένους δώρα και τους κατευόδωναν με εγκάρδιες ευχές και θερμές προσευχές. Τα παιδιά των σχολείων έτρεχαν να βοηθήσουν σε οποιαδήποτε εργασία ήταν απαραίτητη η βοήθειά τους, για να διευκολύνουν το έργο που γινόταν είτε για τους επιστρατευμένους, είτε για τις οικογένειές τους.

Όταν στις χιονισμένες πλαγιές των βορειοηπειρώτικων βουνών, «στις λεκιασμένες από κουφάρια πράσινα, χακί και από αίμα νεκρών κομματιασμένων και ζωντανών σακάτηδων», ο αγώνας γινόταν τιτάνιος και οι μαχητές «ζούσαν τη σταύρωση», τα γράμματα των παιδιών έφερναν την ψυχική ισορροπία και την ελπίδα αποβαίνοντας την υπέρτατη ευτυχία των αγριεμένων πολεμιστών. Έστελναν αδιάκοπα γράμματα τα παιδιά στο μέτωπο, γράμματα που ένωναν μέτωπο και μετόπισθεν. Μια μικρή έγραφε στον πατέρα της:

1940 STRATIOTIS PAIDI-Μπαμπά μου, να πιάσεις πολλούς Ιταλούς, να τους φέρεις εδώ, να τους βάλουμε στον κήπο, για να σκιάζουν τα σπουργίτια που μας τρώνε τα σπανάκια!

Ιδιαίτερα οι φωτογραφίες των παιδιών που έφερναν στη μνήμη των πολεμιστών τις μορφές τους, τα λόγια τους, τις πράξεις τους, έδιναν μεγάλη παρηγοριά και κουράγιο στις κρίσιμες στιγμές κάθε φοβερής δοκιμασίας. Κατεξοχήν όμως υπενθύμιζαν ότι σκοπός του υπέρτατου εκείνου αγώνα ήταν «υπέρ βωμών και εστιών», ήταν «δια την πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά και τας ιεράς παραδόσεις», όπως είχαν τονίσει στα διαγγέλματά τους ο τότε βασιλεύς Γεώργιος Β’ και ο τότε πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς.

Καθώς προχωρούσαν οι μέρες του πολέμου τα παιδιά πρόσφεραν και το αίμα τους για τις ανάγκες περιθάλψεως των τραυματιών. Στην Άρτα, σημειώνει μια αδελφή νοσοκόμα, «όπου επιτάχθηκαν τα σχολεία για εγκατάσταση νοσοκομείου ήλθαν να μας βοηθήσουν νέοι από τα σχολεία. Προθυμοποιήθηκαν όλα τα παιδιά και τα 12χρονα αγόρια έκαναν ένα σωρό δουλειές από αγγαρείες ώσαμε αλλαγές επιδέσμων». Άλλος νέος της Αθήνας έγραφε: «τις περισσότερες ώρες μου τις διαθέτω για τους ηρωϊκούς τραυματίες, πηγαίνοντας σε όλα τα νοσοκομεία. Έζησα μαζί τους, επόνεσα μαζί τους, ανακούφισα όσο μπορούσα τον πόνο τους».

Στις πόλεις τα παιδιά έδωσαν και με άλλους τρόπους τη μάχη της επιβιώσεως του έθνους: Αντικαθιστούσαν υπαλλήλους και εργάτες, όπου ήταν δυνατόν, που επιστρατεύθηκαν. Δέχθηκαν να στερηθούν σκεπάσματα, για να φύγει μια κουβέρτα παραπάνω στο παγωμένο μέτωπο. Αψήφισαν τις σειρήνες των συναγερμών κουβαλώντας ως «αχθοφόροι της αγάπης» με αυτοσχέδια δίτροχα καροτσάκια υλικά για συσσίτια, ή μαγειρεμένο φαγητό σε απόμερα σπίτια αναπήρων ή ηλικιωμένων και αρκετά έπεσαν θύματα απηνών βομβαρδισμών των ανάνδρων επιδρομέων.

Και τα Ελληνόπουλα της Κύπρου ξεχύθηκαν στους δρόμους και στις πλατείες της Μεγαλονήσου, γεμάτα ενθουσιασμό, τραγουδώντας τις Ελληνικές νίκες. Τα κορίτσια της Κύπρου πρόσφεραν τα μεταξωτά σεντόνια της προίκας τους για τις ανάγκες των νοσοκομείων και των τραυματιών. Όλες οι νέες Ελληνίδες, εντός και έξω από την Ελλάδα, έπλεξαν πολλά νυχτοήμερα πουλόβερ, γάντια, φανέλλες και κάλτσες και συμπλήρωσαν δεκάδες χιλιάδες δέματα για το μέτωπο.paidia1940

Όταν πάλι το πένθος βαρούσε αλύπητα το σπιτικό και μαύριζε βαρειά τον ορίζοντα γύρω, τα παιδιά κρατούσαν ακλόνητα ακμαίο το ηθικό της φυλής μας. «Ο πατέρας σκοτώθηκε, σημείωνε κάποιος νέος, και όταν το μάθαμε η μητέρα έπεσε χάμω σαν πεθαμένη. Μούρθε και μένα να κλάψω, μα βαστήχθηκα. Δεν πρέπει να χάνουμε όλοι το θάρρος μας!».

Όλοι είχαν το μήνυμα, το όραμα, την αίσθηση και την πίστη της μεγάλης Νίκης. «Βαφτήσαμε το παιδάκι μας» γράφουν στον επιστρατευμένο πατέρα του «και του δώσαμε το όνομα Στράτος – Νικηφόρος», όπως νικηφόρος στρατός ήταν οι μαχητές του μετώπου. Αλλά και από το μέτωπο, απαντούσαν στην ίδια συχνότητα, όπως λ.χ. όταν έπεφτε ο πατέρας αγέννητου ακόμα παιδιού, έγραφαν οι συμπολεμιστές του: «εάν είναι αγόρι να βγάλεις του ηρωϊκού πατρός του το όνομα, εάν δε πάλι είναι κορίτσι να προτιμήσεις Νίκη ή Ελευθερία, διότι δι’ αυτά έπεσεν ενδόξως ο πατήρ του!».

Έδειξαν ανώτερο ήθος τα παιδιά του σαράντα. Έλειψαν οι διασκεδάσεις και σοβαρεύτηκαν καθώς σκέπτονταν τ’ αδέλφια τους και τους γονείς τους στο μέτωπο. Και έδειξαν καρδιά απλή, αδιάφθορη και μεγαλόθυμη στους Ιταλούς αιχμαλώτους. Δεν πλιατσικολόγησαν ούτε τις κιθάρες τους, δεν τραγούδησαν το «κορόϊδο Μουσολίνι» και επιπλέον τους πρόσφεραν κουλούρια, καλούδια και τσιγάρα. «Μόλις άκουσα, έγραφε ένας, πως το καράβι θα έβγαζε έξω Ιταλούς σταμάτησα κι άρπαξα πέτρες για να τους ρίξω. Ποιος ξέρει. Μπορεί ένας από αυτούς να είχε σκοτώσει τον πατέρα μου. Έτσι έλεγα να κάνω. Μα όταν τους είδα να περνούν κουρελιασμένοι, βρώμικοι, με σκυμμένα κεφάλια, τους λυπήθηκα. Πήγα κοντά σ’ έναν πολύ μου φάνηκε πεινασμένος και τούδωσα το κουλούρι μου. Το ίδιο κάνανε και άλλα παιδάκια!».

 

Τα παιδιά στο μέτωπο.

Τα παιδιά του σαράντα έφθασαν, έζησαν και έδρασαν και στο μέτωπο με ποικίλους τρόπους. Ένα επεισόδιο είναι εντυπωσιακό. Μέσα σ’ ένα τραίνο που μετέφερε στρατιώτες, όταν έφθασε στην Κοζάνη, βρέθηκε ένας πιτσιρίκος ανάμεσα στις αποσκευές. Εδήλωσε ότι ήθελε να πάει στον πόλεμο μαζί με τον πατέρα του, που βρισκόταν μέσα στο τραίνο και ότι τίποτε στον κόσμο δεν θα τον έπειθε να γυρίσει σπίτι του. Ο πατέρας του τον πήρε στο λόχο του. Σύντομα ο Αναστάσης, έτσι λεγόταν, δέχθηκε το βάπτισμα του πυρός, πολέμησε με τους μεγάλους και τον έβαλαν στην πρώτη γραμμή, την ημέρα που μπήκαν στην Κορυτσά. Λίγο αργότερα ένα κρυολόγημα υποχρέωσε το μικρό ν’ αφήσει το λόχο του για να αναπαυθεί σε ξενοδοχείο της πόλεως. Εκεί μια νύχτα ξύπνησε από ένα θόρυβο που ερχόταν από το διπλανό δωμάτιο. Δεν άργησε να καταλάβει ότι ένα ραδιόφωνο βρισκόταν σε λειτουργία. Χωρίς να πει λέξη και χωρίς να κάνει θόρυβο στοίβαξε μπροστά στην πόρτα της ύποπτης κάμαρας, όσο μπορούσε περισσότερα έπιπλα. Κατόπιν έτρεξε για να ξυπνήσει τους ενοίκους. Λίγα λεπτά αργότερα ένας Ιταλό – Αλβανός κατάσκοπος βρισκόταν στα χέρια των αρμοδίων και ύστερα από λίγες ώρες ο Αναστάσιος Χαραλαμπόπουλος, γυιος του Αλεξάνδρου, δεκατριών χρόνων κέρδισε το βαθμό του δεκανέα.

Κάθε αναφορά στην εποποιΐα του σαράντα συνεπάγεται και μνήμη της ελληνικότατης Βορείου Ηπείρου. Γι’ αυτό επιβάλλεται να σημειωθεί η θερμή υποδοχή των Ελλήνων φαντάρων από χιλιάδες νέους – νέες Βορειοηπειρώτες, σε κάθε πόλη που κατελάμβανε και απελευθέρωνε ο Ελληνικός στρατός. Με χιλιάδες Ελληνικές σημαίες και με ελληνικά τραγούδια δεκάχρονα και δωδεκάχρονα παιδιά έτρεχαν ράχες και κορφοβούνια μέσα στα χιόνια, για να βρεθούν κοντά, να βοηθήσουν ή να φιλέψουν κάτι στους Έλληνες μαχητές.

Εξάλλου όλα τα παιδιά των χωριών του μετώπου βοήθησαν τους φαντάρους μας να κινηθούν σε χαράδρες και σε μονοπάτια, να μεταφέρουν πυρομαχικά, να ανοίξουν δρόμους για τα μεταγωγικά και να στήσουν γέφυρες. Πολλά παιδιά – βοσκόπουλα σκοτώθηκαν χωρίς κανένα οίκτο, από τους Ιταλούς στους δρόμους, καθώς κουβαλούσαν τρόφιμα ή πυρομαχικά.

Στις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς έφθασαν στο μέτωπο να τραγουδήσουν τα κάλαντα και τραγούδια στους φαντάρους. Και τραγούδησαν τα κάλαντα προσαρμοσμένα μέσα στο πνεύμα του πολέμου:
Άγιος Βασίλης έρχεται…
Βαστάει στα χέρια κάτι τι
-αλλά δεν είναι πια χαρτί,
τσαρού-τσαρούχι ευζώνου μοιάζει!
-που τους Ι-που τους Ιταλούς τρομάζει!

paidia1940aΚαι όταν οι Γερμανοί προχωρούσαν κατακτώντας τη χώρα μας και μέτωπο γινόταν η Ελλάδα ολόκληρη, οι νέοι και οι νέες συνέχισαν με όποιο τρόπο μπορούσαν τον αγώνα της εθνικής αντιστάσεως. Οι κοπέλλες του χωριού Τάραψα στη Λακωνία, τροφοδότησαν το τελευταίο οργανωμένο Ελληνικό ένοπλο τμήμα που υποχωρούσε πολεμώντας, τους τριακόσιους μαθητές της στρατιωτικής σχολής Ευελπίδων.

Στις ημέρες της φρικτής Κατοχής τα αδυνατισμένα και κακοδιαιτημένα από τον πόλεμο και την πείνα παιδιά, παρά τις πολλές οδυνηρές ημέρες, τις οδυνηρές εντυπώσεις με ψυχική και σωματική συντριβή έδιναν με διάφορους τρόπους τον τόνο του αγώνα τους. Λ.χ. έσπαγαν τις πινακίδες – δείκτες που έβαλαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Τότε και δύο νέοι φοιτητές ο Εμμαν. Γλέζος και ο Λάκης Σάντας κατέβασαν νύχτα την τεράστια Γερμανική σημαία από τον Ιερό βράχο της Ακροπόλεως.

Κυρίως όμως τα Ελληνόπουλα, αψηφώντας τις αρχές κατοχής τιμούσαν τη μνήμη της 28ης Οκτωβρίου 1940. Οι νέες παραλάβαιναν τους τυφλούς αναπήρους με καροτσάκια και τους οδηγούσαν στη μητρόπολη, όπου γινόταν το μνημόσυνο των πεσόντων. Ομάδες – ομάδες από μικρά κοριτσάκια εβάδιζαν επί κεφαλής της πομπής για την κατάθεση στεφάνων στον άγνωστο στρατιώτη, για να διαλυθούν πολλές φορές από έφιππους Γερμανούς. Και στις Πανεπιστημιακές σχολές και τις παιδαγωγικές ακαδημίες κατά εκατοντάδες οι φοιτητές όρθιοι έψαλλαν τον εθνικό ύμνο με στεντόρεια φωνή.

Αυτά ήταν τα παιδιά του σαράντα. Τέτοια παιδιά είχαν στα σπίτια τους οι οικογένειες του σαράντα. Γι’ αυτές τις οικογένειες και γι’ αυτά τα παιδιά έγινε ο Αγώνας. Για τα παιδιά, που επανέλαβαν την επαλήθευσαν στην Οικουμένη το στίχο του παλαιού δημοτικού, πως στην Ελλάδα «πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άνδρες».


Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου, Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου, τόμος γ΄, Λάρισα 1979.

Ἑπικοινωνία

ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ Γ.Ο.Χ ΑΘΗΝΩΝ
Κάνιγγος 32, γ΄ ὄροφος- Ἀθήνα τ.κ. 10682

Κλειδήμου 6- Πετράλωνα Ἀθήνα τ.κ. 11852

τηλ. 210 3828280 φαξ: 210 3847365