ΗΤΑΝΕ ἡ πρώτη χρονιὰ ποὺ γύρισε τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο. Μὲ τὸ καινούργιο εἴχαμε Χριστούγεννα καὶ μὲ τὸ Παλαιὸ εἴχαμε τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. Τότε κτυπούσανε οἱ καμπάνες 3 ἡ ὥρα τὴ νύκτα. Ἐμένα μοῦ ἄρεσε ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ μικρὴ καὶ λέω τῆς μαμᾶς μου, θὰ πάω στὴν Ἐκκλησία. Δὲν φοβᾶσαι, μοῦ λέει, τέτοια ὥρα; Ὄχι, τῆς λέω, ἀλλὰ δὲν ἤτανε πάρα πολλοί, λίγοι.